Connect with us

Κεντρικό Θέμα

Η απίστευτη ιστορία της 13χρονης Δέσποινας που αγνοούνταν για 6 μήνες – Όσα καταθέτει ο Μ. Σφακιανάκης

Published

on

Σε μια ανατριχιαστική ιστορία προχώρησε με συνέντευξή του στον «Χ-τύπο», ο ιδρυτής του διεθνούς Ινστιτούτου για την Κυβερνοασφάλεια κ. Μανώλης Σφακιανάκης.

Στο πλαίσιο της συνέντευξης του με στόχο την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τη δράση των παιδόφιλων και παιδεραστών στο διαδίκτυο, αποκαλύπτει τον εφιάλτη που έζησε η 13χρονη Δέσποινα, η οποία από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε αιχμάλωτη σε πατάρι διαμερίσματος στον Πειραιά.
Ο ίδιος καταθέτει με κάθε λεπτομέρεια τα εξής: “Στη διάρκεια της επαγγελματικής μου πορείας όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν πολλές και δύσκολες υποθέσεις που με συγκλόνισαν, τις οποίες θυμάμαι με απόλυτη ακρίβεια. Μία από αυτές, είναι η υπόθεση με την μικρή Δέσποινα, ένα κοριτσάκι 13 ετών, πανέμορφο, έμοιαζε σαν άγγελος, από τα πιο όμορφα κορίτσια αυτής της ηλικίας που έχω δει.

«Η μαυροντυμένη κυρία μαζί και με έναν κύριο, πρότειναν στη μικρή Δέσποινα να καθίσουν να πιούν κάτι και εκεί ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση»

Αυτό το κορίτσι, λοιπόν, είχε μία άτυχη μέρα. Μέσα από την ατυχή, αυτή, ημέρα ξεκίνησε ο Γολγοθάς για την μικρή Δέσποινα. Στεναχωρημένη και πολύ απογοητευμένη, λοιπόν, αποφάσισε να πάει μία βόλτα και να περπατήσει, κάπου κοντά στον Πειραιά, εντελώς μόνη της. Εκεί, για κακή της τύχη, την προσέγγισε μία «μαύρη» κυρία, μία μαυροντυμένη κυρία, η οποία της πρότεινε να μιλήσουν ώστε να την ηρεμήσει. Αυτή η κυρία μαζί και με έναν κύριο πρότειναν στη μικρή Δέσποινα να καθίσουν να πιουν κάτι και εκεί ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για εκείνο το κοριτσάκι.
Εδώ θέλω να τονίσω, ότι αυτό το κορίτσι ήταν εξαφανισμένο για 6 ολόκληρους μήνες και οι γονείς του είχαν χάσει κάθε ελπίδα και έτσι απευθύνθηκαν σε έμενα, λέγοντας συγκεκριμένα: «κύριε Σφακιανάκη είστε η τελευταία μας ελπίδα για να βρούμε το παιδί μας, έχουμε κάνει τα πάντα, όμως τίποτα». «Κινώ γη και ουρανό», βάζω όλη μου την ομάδα που είχα τότε και ψάχνω με στρατηγική τη μικρή Δέσποινα, ψάχνοντας ένα στίγμα, ένα σημάδι, κάτι. Μία μέρα λοιπόν, εντοπίζουμε ένα «στίγμα» που προερχόταν από έναν άγνωστο υπολογιστή και πάμε αμέσως στο σημείο εκείνο έχοντας μαζί και τη φωτογραφία του κοριτσιού.
Στο σημείο αυτό να πω, ότι η μικρή Δέσποινα μπόρεσε με έξυπνο τρόπο να κατέβει κάτω από το σπίτι που την είχαν κλεισμένη, κατέβηκε σε ένα Ίντερνετ καφέ ώστε να επικοινωνήσει με κάποιον κι έτσι μπορέσαμε να την εντοπίσουμε.
Πηγαίνοντας στην γειτονιά εκείνη, χτυπάγαμε κουδούνι – κουδούνι, μία – μία πολυκατοικία για να την εντοπίσουμε. Ένα μέλος από την ομάδα ρώτησε μία κυρία εάν έχει δει το συγκεκριμένο κορίτσι κι εκείνη έδειξε με το χέρι της το απέναντι σπίτι. Είπε ότι την είχε δει να μπαίνει και να βγαίνει από εκείνο το σπίτι, με κάτι άντρες. Με το που το μαθαίνει ο συνάδελφος έρχεται σ’ εμένα και τον ρωτάω εάν είναι σίγουρος και μου κάνει «ναι έχω ένα προαίσθημα ότι είναι εκεί, είμαι σίγουρος». Έρχεται άμεσα εισαγγελέας και ενισχύσεις και μπαίνουμε στο σπίτι. Με το που μπήκαμε αντικρίσαμε αρκετούς άντρες, οι οποίοι δεν μας έλεγαν που έχουν την μικρή Δέσποινα. Τελικά, ψάχνοντας την βρήκαμε. Αυτό που είδα, μου έχει αποτυπωθεί τόσο βαθιά μέσα στο μυαλό μου που κάθε φορά που περιγράφω την συγκεκριμένη υπόθεση είναι σαν να την ζω από την αρχή. Δυσκολευτήκαμε να την βρούμε γιατί την είχαν σε μία μικρή αποθήκη, ούτε καν αποθήκη αλλά έμοιαζε σαν πατάρι, μια σκοτεινή τρύπα που ίσα ίσα χωρούσε το παιδί. Αμέσως, έρχεται στην αγκαλιά μου και εγώ με τη σειρά μου την δίνω στους γονείς της.
Εκείνη τη στιγμή που οι αντίκρισα την Δέσποινα να βρίσκεται ασφαλής στην αγκαλιά των γονέων της, ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση για μένα, η μεγαλύτερη ανακούφιση και η συγκίνησή μου δεν περιγράφεται. Μια ιστορία που υπήρξε και συνεχίζει να παραμένει χαραγμένη στο μυαλό μου, συνειδητοποιώντας πόσο κοντά πρέπει να έχουμε τα παιδιά μας εμείς οι γονείς.”

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ