Connect with us

Ειδήσεις

«Ιωάννινα, πορεία στον τόπο και στον χρόνο», νέο συλλογικό έργο από τις εκδόσεις Καπόν

Published

on

Αφιερωμένο «στη μνήμη του καλού φίλου και δημάρχου Ιωαννιτών Μωυσή Ελισάφ, τον οποίο δυστυχώς δεν προλάβαμε να ευχαριστήσουμε για τη θερμή υποστήριξή του σε όλα τα στάδια της παρούσας έκδοσης», το νέο βιβλίο του οίκου Καπόν αποτελεί μια ακόμα εντυπωσιακή κυκλοφορία. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο «Ιωάννινα, πορεία στον τόπο και στον χρόνο», το συλλογικό έργο αφορά τα Γιάννενα, «μια πόλη με πρωταγωνιστή τη λίμνη, σε ρόλο σκηνογράφου αλλά και αφηγητή. Παράλληλα όμως και μία πόλη που πατάει γερά στα πόδια της, όπως τα βουνά που την περιβάλλουν, αλλά και που βυθίζεται στη γοητεία της μακραίωνης ιστορίας της», όπως αναφέρει το οπισθόφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης.

Ο Κωνσταντίνος Ι. Σουέρεφ, δρ Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων, μας εισάγει στον τόπο, δηλαδή στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και στη λίμνη Παμβώτιδα, που «αποτελούν ένα σημαντικότατο οικοσύστημα», καθώς «συνδυάζουν ιδιόμορφα στοιχεία γεωγραφίας, φυσικού και έντονα ανθρωπογενούς περιβάλλοντος», αλλά και στα ίχνη του παρελθόντος, απώτερα και πιο πρόσφατα. Όπως στα σπήλαια της Καστρίτσας, «το ένα με εγκατάσταση της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής (22.000 – 9.000 χρόνια από σήμερα) και το άλλο της νεολιθικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.)», στην παραλίμνια Κρύα, στους πρόποδες του Μιτσικελίου, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως δυο φάσεις κατοίκησης, η μία της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, στην οποία ανήκει και η σπάνια χάλκινη περόνη που υποδηλώνει σχέσεις με τη νότια Ελλάδα ή στη Βίτσα Ζαγορίου, βόρεια και εκτός του λεκανοπεδίου, που συνιστά σημείο αναφοράς λόγω της συστηματικής ανασκαφής του ορεινού μολοσσικού οικισμού και των νεκροταφείων του. Ο ίδιος κάνει εκτενή αναφορά στην αρχαία Δωδώνη, ΝΔ του λεκανοπεδίου, 22 χλμ από τα Ιωάννινα, όπου βρισκόταν το διάσημο μαντείο του Δία και της Διώνης, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων με τα εξαιρετικά εκθέματα, αλλά και στους θρύλους και τις ιστορίες που μεταφέρουν παραδόσεις για τον ειδυλλιακό τόπο της Ελλοπίας, τους προγονικούς μύθους των Μολοσσών, τον βασιλιά τους Πύρο, τον Μέγα Αλέξανδρο που είχε επισκεφτεί πιθανότατα το περίφημο μαντείο με τη μητέρα του (πριγκίπισσα των Μολοσσών) πριν την εκστρατεία στην Ανατολή.

Η Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου, δρ Αρχαιολόγος, Διευθύντρια Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας και αναπληρώτρια Διευθύντρια Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, μιλάει για τη βυζαντινή πόλη. «Τα Ιωάννινα αναμφισβήτητα υπήρξαν ονομαστή και ακμάζουσα πόλη κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ανασκαφικές και λοιπές έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια έχουν φέρει στο φως πολλά στοιχεία που ανατρέπουν την παλαιά επικρατούσα άποψη ότι η πόλη των Ιωαννίνων κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ότι σχετίζεται με την πόλη Νέα Εύροια. Είναι πλέον αποδεκτό ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε μια σημαντική αρχαία πόλη με ισχυρό τείχος, το όνομα της οποίας δεν είναι ακόμη γνωστό και η οποία συνέχισε να κατοικείται και τους επόμενους αιώνες», γράφει η Έφορος, εισάγοντας τον αναγνώστη στη βυζαντινή πόλη με την εμπορική δύναμη (κυρίως τον 13ο και 14ο αιώνα, καθώς διατηρούσε επαφές με τη Βενετία) και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα.

Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πολλά για την ισχυρή οχυρωμένη πόλη, που αναπτυσσόταν κυρίως εντός του Κάστρου, «καθώς τα περισσότερα οικοδομήματα και μνημεία καταστράφηκαν κυρίως μετά τα γεγονότα του αποτυχημένου επαναστατικού κινήματος του Διονυσίου Φιλοσόφου (ή Σκυλόσοφου), επισκόπου Λαρίσης και Τρίκκης, που έγινε το 1611». Στο πλαίσιο της βυζαντινής πόλης, γίνεται αναφορά στην οχύρωση, που «ακολουθεί σε μεγάλο μέρος της το προγενέστερο αρχαίο τείχος, ένα μεγάλο μέρος του οποίου έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα», την τάφρο, τους πύργους και τις δυο ισχυρές ακροπόλεις, που διαμορφώθηκαν στους βραχώδεις λοφίσκους του Κάστρου, παρέχοντας «μεγαλύτερη ασφάλεια στους κατοίκους, αλλά και τους τοπικούς ηγεμόνες». Σε ξεχωριστό κεφάλαιο η αρχαιολόγος αναφέρεται στο Κάστρο και στα Μνημεία του, συγκεκριμένα στην οθωμανική οχύρωση, καθώς η σημερινή μορφή του Κάστρου χρονολογείται στην περίοδο του Αλή Πασά, διοικητή της Ηπείρου. «Στις αρχές του 19ου αιώνα έγιναν εκτεταμένες εργασίες, που ενσωμάτωσαν μεγάλα τμήματα της προγενέστερης βυζαντινής οχύρωσης, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα, εδράζεται σε τμήμα οχύρωσης ελληνιστικών χρόνων. Τον 19ο αιώνα το Κάστρο εξακολουθούσε να αποτελεί τον πυρήνα της πόλης των Ιωαννίνων, αν και αρκετούς αιώνες πριν η πόλη είχε αναπτυχθεί εκτός των τειχών», σημειώνει.

«Το Νησί, φυσικά απομονωμένο από το αστικό περιβάλλον, ειδυλλιακό και γαλήνιο, ήταν επόμενο να αποβεί ιδανικό ησυχαστήριο. Η μοναδική του πολιτεία, παράλληλα με τη θρησκευτική άσκηση, απέβη ιδιαίτερα γόνιμη και δημιουργική στην καλλιέργεια των Τεχνών και των Γραμμάτων», σημειώνει η Θέτις Ξανθάκη, δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, για τα Μοναστήρια στο Νησί -το πλέον χαρακτηριστικό τοπόσημο ολόκληρου του λεκανοπεδίου της πόλης- για τα οποία «έχουν διασωθεί ελάχιστες γραπτές, ιστορικές μαρτυρίες. Η πληθώρα και το εύρος των πληροφοριών που τα αφορούν προέρχεται από αυτά τα ίδια τα μνημεία: από την αρχιτεκτονική συγκρότηση και μορφολογία του καθολικού τους, από τον σημαντικό τοιχογραφικό τους διάκοσμο, σε όποια και όσος διασώζεται, καθώς και από τις εξαιρετικά διαφωτιστικές κτητορικές και άλλες συναφείς επιγραφές που τον συνοδεύουν και τον σχολιάζουν. Πηγή συμπληρωματικής, αλλά σημαντικής, πληροφόρησης αποτελεί επίσης η πρόσθετη, δεύτερη ονομασία κάποιων μοναστηριών, όπως Μονή Φιλανθρωπηνών ή Σπανού, Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου, Ελεούσας ή Γκιουμάτων, η οποία οφείλεται στη χορηγία κάποιου εύπορου Γιαννιώτη στο συγκεκριμένο ίδρυμα», τονίζει.

Η συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί διεξοδικά και στον τοιχογραφικό διάκοσμο των μοναστηριών, όπως της Μονής Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπηνών, που διενεργήθηκε σε τρεις φάσεις (1531/32, 1542 και 1560) και εντυπωσιάζει με την έκταση, τη γλαφυρότητα και την άρτια απόδοση. Μεταξύ πολλών άλλων, αξίζει να επισημανθεί η «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απεικόνιση ομάδας αρχαίων Ελλήνων σοφών χαμηλά, στον νότιο τοίχο, των Πλάτωνα και Απολλώνιου, και στον δυτικό, των Σόλωνα, Αριστοτέλη, Πλούταρχο, Θουκυδίδη και Χίλωνα, οι οποίοι, σε εύγλωττες στάσεις ενδιαφέροντος, αποκρυφιστικού διαλόγου συζητούν “…περί της παρουσίας του Χριστού του Θεού ημών”, σύμφωνα με την επιγραφή που σχολιάζει την εικόνα στο άνω πέρας της».

Την πόλη κατά την Οθωμανική περίοδο περιγράφει ο Ηλίας Κολοβός, αν. καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Περίπου έναν αιώνα μετά την παράδοση στους Οθωμανούς (σ.σ. το 1430), στα πρώτα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ένα κατάστιχο, που καταγράφηκε τότε απογράφοντας τις κτήσεις της δυναστείας των Οθωμανών στην ελληνική χερσόνησο, απέγραψε τα Ιωάννινα ως μια πολυπληθή πόλη με χριστιανική πλειονότητα, εν συνόλω 645 νοικοκυριά (μεταξύ των οποίων 35 με επικεφαλής χήρες) και 70 αγάμους, που διέμεναν σε 38 συνοικίες εξίσου εντός και εκτός του Κάστρου […] Η μουσουλμανική παρουσία στα Ιωάννινα […] περιοριζόταν σε μια κοινότητα μόλις 45 νοικοκυριών Μουσουλμάνων, στην οποία θα πρέπει να προσθέσουμε και τη δύναμη 43 ανδρών της φρουράς και των οικογενειών τους…», επισημαίνει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας, ο οποίος αναφέρεται και στην αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσιου Φιλόσοφου, που προκάλεσε την είσοδο των Μουσουλμάνων των Ιωαννίνων στο Κάστρο (από όπου εκδιώχθηκαν οι Χριστιανοί). Την «οθωμανοποίηση» του Κάστρου συμβολίζει η ανέγερση στα 1618 του τζαμιού και του συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων του Αλσάν Πασά «στη θέση όπου πριν από την ίδρυση του Κάστρου βρισκόταν το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που πιθανώς έδωσε το όνομά του στην πόλη», υπογραμμίζει.

Ο καθηγητής αναφέρεται και στον γνωστό Οθωμανό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, που επισκέπτεται τα Ιωάννινα το 1670 δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την πόλη, τα τζαμιά εντός και εκτός τειχών, την αγορά, που δεν είναι κλειστή, αλλά «επειδή βρίσκεται κοντά στις σκάλες της Κέρκυρας, της Πάργας, της Σαγιάδας και του Νταλιανιού (Βουθρωτού), μεταφέρονται και πουλιούνται εδώ κεντήματα, παπλώματα και χρυσοποίκιλτα υφαντά από όλη τη Φραγκιά, μαζί με χίλια δυο εξαίσια υφάσματα από μεταξωτό τούλι […]. Μεταξύ των τεχνιτών, ξεχωρίζουν οι αναρίθμητοι ραφτάδες, αλλά και οι κουγιουμτζήδες (αργυροχόοι). Στο κέντρο της αγοράς στέκει ένα ζωγραφισμένο καφενείο με χωρητικότητα πέντε χιλιάδες μουστερήδων (σ.σ. πελάτες). Από κάθε γωνιά του ξεπηδούν ταμπήδες (έτσι λέγονταν τα γκαρσόνια στα καφενεία τότε) για να φέρουν τους καφέδες στους σοφούς και εραστές της γνώσης, ομιλητικούς δερβίσηδες θαμώνες. Το καφενείο είναι γεμάτο παραμυθάδες, μουσικούς, τραγουδιστές και οργανοπαίχτες…», περιγράφει γλαφυρά ο περιηγητής. Στη συνέχεια ο Ηλ. Κολοβός κάνει εκτενή αναφορά στα Ιωάννινα του Αλή Πασά, αλλά και στις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις της πόλης που ξεκίνησαν το 1846.

Τέλος, ο τόμος κλείνει με δυο ακόμα ενδιαφέροντα κεφάλαια: τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην Απελευθέρωση, του συγγραφέα και αρθρογράφου Αλέξανδρου Μωυσή, και την αρχιτεκτονική έκφραση μετά την Απελευθέρωση, για την οποία γράφει η Ιουλία Παπασταύρου δρ Αρχιτεκτονικής.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ