Ειδήσεις
Ξεφυλλίζοντας τον τόμο «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας»
Μια από τους πιο εντυπωσιακές εκδόσεις της χρονιάς που πέρασε ήταν ο αφιερωματικό τόμος για «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας». Πρόκειται για τον 22ο τόμο της γνωστής σειράς «Ο Κύκλος των Μουσείων», της εκδοτικής πρωτοβουλίας του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση, την οποία συνεχίζει για τέταρτη χρονιά η Lamda Development. Η παρουσίαση του τόμου, που έγινε πριν από λίγο καιρό, έδωσε το έναυσμα για να παρακολουθήσουμε μέσα από τις σελίδες του την ιστορία του νησιού όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από εντυπωσιακά ευρήματα, τα οποία φιλοξενούν το πρόσφατα ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας, αλλά και ένα μέρος της συλλογής του Μουσείου Παλαιόπολης-Μon Repos. Συγγραφέας της έκδοσης είναι η αρχαιολόγος Τένια Ρηγάκου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κέρκυρας.
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται εκτενής αναφορά στους περιηγητές και χαρτογράφους που πέρασαν από το νησί ή το απεικόνισαν, καθώς η Κέρκυρα, «λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην είσοδο της Αδριατικής και σε στρατηγικό σημείο των θαλάσσιων δρόμων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτυπώνεται σε όλους τους χάρτες ανάμεσα στα κυριότερα νησιά της Μεσογείου. Ταυτόχρονα το νησί αποτελούσε τον πρώτο σταθμό σε ελληνικό έδαφος κατά τα ταξίδια από τη Δύση προς τους Αγίους Τόπους, γεγονός που τονίζεται από πολλούς περιηγητές», σημειώνει η συγγραφέας. Μάλιστα ο χειρόγραφος χάρτης του Cristoforo Buondelmonti, του 1585, που απεικονίζει το νησί και την απέναντι ακτή και αποτελεί την παλαιότερη απεικόνιση της Κέρκυρας, είναι ένας από τους πιο όμορφους χρωματιστούς χάρτες που κοσμούν τον τόμο και, όπως και οι υπόλοιποι, δίνει πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για το νησί, αλλά και για την εποχή που δημιουργήθηκε.
Τα περιηγητικά κείμενα για την Κέρκυρα, υπαρκτά ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, πυκνώνουν τον 18ο αιώνα του Διαφωτισμού, κυρίως κατά τα τέλη του και στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν με την επικράτηση του ρομαντισμού το νησί κατακλύζεται από περιηγητές, λόγιους, επιστήμονες και καλλιτέχνες. Είναι η εποχή που η ομηρική γεωγραφία και αρχαιολογία στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς τα Ιόνια Νησιά. «Ο Edward Lear, ο κυριότερος τοπιογράφος της Ελλάδας του 19ου αιώνα, έφτασε στην Κέρκυρα το 1848 και κατά την περίοδο 1855-1864 διέμενε σχεδόν κάθε χειμώνα στην Κέρκυρα. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του νησιού αποθανάτισε πολλά τοπία του», γράφει η αρχαιολόγος. Το 1868 έφτασε στο νησί ο Σλήμαν, ο οποίος κατά την ολιγοήμερη παραμονή του περιορίστηκε να ταυτίσει την Κέρκυρα με την Ομηρική Σχερία. Ωστόσο ποτέ δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. «Οι Φαίακες και η Σχερία παραμένουν ακόμα στη σφαίρα του μύθου. Ίσως να πρόκειται για έναν κόσμο φανταστικό, έξω από τόπο και χρόνο· μια ουτοπία, μια ποιητική δημιουργία, που αντανακλά απλώς την ιστορική πραγματικότητα της εποχής, με στοιχεία από την κοινωνική ζωή των Ιώνων στα χρόνια του ποιητή», αναφέρει η κ. Ρηγάκου.
Άλλη ενότητα αφορά το χρονικό της αρχαιολογικής έρευνας. «Στις αρχές του 20ού αιώνα η τυχαία ανεύρεση στην περιοχή της Μονής των Αγίων Θεοδώρων κάποιων γλυπτών σπαραγμάτων οδήγησε στην ανακάλυψη του αρχαϊκού ναού της Αρτέμιδος. Η ανασκαφή άρχισε τον Ιανουάριο του 1911 από τον έφορο Αρχαιοτήτων Φρειδερίκο Βερσάκη, ο οποίος σε σύντομο χρονικό διάστημα αποκάλυψε όλα τα γλυπτά μέρη από το δυτικό αέτωμα του ναού, όπου δέσποζε η δαιμονική μορφή της Γοργούς… Η ανασκαφή συνεχίστηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, με διευθυντή τον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Wilhelm Dörpfeld, ύστερα από παρέμβαση του Κάιζερ Γουλιέλμου της Γερμανίας, ο οποίος είχε αγοράσει το Αχίλλειο μετά τον θάνατο της Σίσσυς και επισκεπτόταν συχνά την Κέρκυρα. Η αποκάλυψη του αετώματος της Γοργούς αποτέλεσε μεγάλη είδηση στον Τύπο της εποχής», σημειώνει η διευθύντρια της ΕΦΑ Κέρκυρας για το εντυπωσιακό εύρημα, που συνδέεται και με άλλες, νεότερες, ιστορίες του νησιού.
Όπως με τα σχέδια και τις εξαιρετικές υδατογραφίες με τμήματα του αετώματος που έκανε ο Κερκυραίος ζωγράφος Άγγελος Γιαλλινάς (φωτογραφίες τους περιλαμβάνονται στην έκδοση), τα εκμαγεία του αετώματος για τη Συλλογή Εκμαγείων του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, που δυστυχώς καταστράφηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και με την όπερα του ίδιου του Κάιζερ, που συνέθεσε μαζί με τον διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου του Βερολίνου Haseler von Hulsen, με τίτλο «Κέρκυρα» -χαμένο σήμερα έργο- η οποία είχε ως σκηνικά την αναπαράσταση του ναού της Αρτέμιδος, που είχε επιμεληθεί ο Dörpfeld.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες -πάντα συνοδευόμενες από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του Σωκράτη Μαυρομμάτη- ακολουθούν και στα επόμενα κεφάλαια. Όπως το ιστορικό ίδρυσης του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Κέρκυρα. «Μετά από έναν αιώνα περιπλάνησης των αρχαίων σε διάφορα κτήρια της πόλης, στις αρχές του 20ού αιώνα καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ανέγερσης κτηρίου με αποκλειστική χρήση μουσείου για τη συγκέντρωση και την έκθεση των αρχαιοτήτων», γράφει η συγγραφέας, σημειώνοντας τις προσπάθειες που έγιναν έως ότου το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας στεγαστεί στην περιοχή της Γαρίτσας, σε ένα διώροφο κτήριο, δείγμα του μοντερνισμού, η ανέγερση του οποίου ολοκληρώθηκε το 1965 και εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1967. Το μουσείο ανακαινίστηκε το 2012-2018, διάστημα που εκσυγχρονίστηκε και η έκθεσή του, με «δέκα νέες μόνιμες ενότητες, θεματικά διαρθρωμένες, έτσι ώστε να καλύπτονται όλες οι εκφάνσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου στην αρχαιότητα».
Το 2001 αποδόθηκε στο κοινό ένα νέο μουσείο στην Κέρκυρα, το Μουσείο Παλαιόπολης – Mon Repos, που στεγάζεται στη έπαυλη του αγροκηπίου του Αγίου Παντελεήμονος, γνωστού σήμερα ως κτήμα Mon Repos. «Ο χώρος που καταλαμβάνει το κτήμα σχετίζεται άμεσα με τον ευρύτερο χώρο της Παλαιόπολης. Καλύπτει μέρος της αρχαίας πόλης και ταυτίζεται με την περιοχή των Μετεώρων που αναφέρει ο Θουκυδίδης, όπου τοποθετούνται τα μνημειώδη ιερά κτίσματα της πόλης», αναφέρει η κ. Ρηγάκου για το κτήμα, «μια εξαιρετική σύνθεση αρχιτεκτονικής και βλάστησης», που συνιστά «μοναδικό δείγμα ιστορικού κήπου στην Ελλάδα». Η έπαυλη, μετά την αποχώρηση των πρώτων ενοίκων της το 1832, στέγασε το Ιονικό Μουσείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών και για μικρό διάστημα το Ιεροσπουδαστήριο, ενώ από το 1864 έως το 1967 αποτέλεσε εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας. Το 1994 παραχωρήθηκε η χρήση της στο ΥΠΠΟ, με σκοπό να μετατραπεί σε Μουσείο του αρχαιολογικού χώρου της Παλαιόπολης. «Στον όροφο αναπτύσσεται η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου, με αντιπροσωπευτικά ευρήματα από τις ανασκαφές της Παλαιόπολης, που ανασυνθέτουν την εικόνα της αρχαίας πόλης. Η ένταξη του Μουσείου στο ειδυλλιακό περιβάλλον του ιστορικού κήπου και η συνομιλία του με τους αρχαίους ναούς προσφέρει μια ξεχωριστή εμπειρία στον επισκέπτη», τονίζει η συγγραφέας.
Ο τόμος περιλαμβάνει πληροφορίες και φωτογραφίες μνημείων και ευρημάτων από την Παλαιολιθική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, που μας ταξιδεύουν στην πλούσια ιστορία του νησιού. Μεταξύ των παλαιολιθικών θέσεων, ιδιαίτερα σημαντική είναι η υπαίθρια θέση Παλιαύλακο στη λιμνοθάλασσα Κορισσίων, στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού, όπου εντοπίζονται ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών πιθανότατα πριν από 150.000 με 80.000 χρόνια. «Μοναδικό εύρημα από τη θέση αυτή αποτελούν τα θραύσματα οστών και τμήμα της δεξιάς κάτω γνάθου ιπποπόταμου, που βρέθηκαν μαζί με λίθινα εργαλεία. Καθώς η Κέρκυρα, την περίοδο αυτή, ήταν ενωμένη με την απέναντι ηπειρωτική χώρα, τα μεγάλα θηλαστικά μπορούσαν να φτάσουν στο νησί ανεμπόδιστα», σημειώνει η κ. Ρηγάκου. Σημαντικές, επίσης, είναι θέσεις της Μεσολιθικής και της Νεολιθικής Περιόδου, όπως η υπαίθρια θέση στην περιοχή του Canal d’ amour στο Σιδάρι, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού, όπου οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης εγκατάστασης χρονολογούνται στα μέσα της 7ης χιλιετίας π. Χ. , ενώ ο πρώτος νεολιθικός οικισμός ιδρύεται γύρω στα 6200 π.Χ. Σύμφωνα και με τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η θέση «αποτέλεσε κομβικό σημείο για τη διάδοση του νεολιθικού τρόπου ζωής από την Ανατολική στην Κεντρική Μεσόγειο, μέσω των θαλάσσιων μετακινήσεων μικρών ομάδων».
Την Εποχή του Χαλκού (3300-1100 π.Χ.), οπότε διευρύνεται η τεχνογνωσία των μετάλλων, μοναδικό αρχιτεκτονικό κατάλοιπο της περιόδου -και από τα ελάχιστα που έχουν βρεθεί στο νησί- είναι ένα ελλειψοειδές οικοδόμημα στη θέση Κεφάλι της βορειοδυτικής Κέρκυρας (από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι οι βασικές ασχολίες των κατοίκων της περιόδου ήταν κυρίως γεωργικές και κτηνοτροφικές, με το κυνήγι και την αλιεία να συμβάλλουν επίσης στη διαβίωση), ενώ εμφανίζονται και οι πρώτες ταφές -ξεχωρίζει ο τύμβος του Αλμυρού, μνημειακού χαρακτήρα, ο πρώτος γνωστός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στην Κέρκυρα. Περιορισμένες είναι οι γνώσεις μας για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550-1100 π.Χ.), ενώ «ο μυκηναϊκός πολιτισμός, που συμπίπτει με την τελευταία περίοδο, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν φαίνεται να επηρέασε ουσιαστικά την κοινωνική δομή των οικισμών στο νησί … Φαίνεται ότι οι Μυκηναίοι στα ταξίδια τους προς την Κάτω Ιταλία παρακάμπτουν την Κέρκυρα και το νησί ακολουθούσε τον δικό του δρόμο, αναπτύσσοντας επαφές κυρίως με τον χώρο της Αδριατικής και της Δυτικής Βαλκανικής. Είναι χαρακτηριστικό», συνεχίζει η συγγραφέας, «ότι η Κέρκυρα δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα, ούτε βεβαίως στον Νηών Κατάλογο’, την απαρίθμηση δηλαδή των πλοίων από τη συμμαχία όλων των Αχαιών, ενόψει της εκστρατείας τους εναντίον της Τροίας, στην οποία προφανώς οι Φαίακες δεν συμμετέχουν ως ‘αλλοεθνείς’».
Η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων για την Υπομυκηναϊκή (1100-1050 π.Χ.) και την Πρωτογεωμετρική (1050-900 π.Χ.), καθώς και τα λιγοστά ευρήματα της Γεωμετρικής περιόδου (900-700 π.Χ.), έστρεψε τους ερευνητές κυρίως στη μυθολογική παράδοση που το νησί διαθέτει πλούσια (το νησί των Φαιάκων, η εύφορη Σχερία, ο επικός βασιλιάς Αλκίνοος, η κόρη του Ναυσικά …). «Η Οδύσσεια, ως δημιούργημα του 8ου αι. π.Χ., θεωρείται ότι απηχεί το πνεύμα του Αποικισμού και πράγματι η ομηρική περιγραφή της γενεαλογίας των Φαιάκων παραπέμπει στην ίδρυση μιας αποικίας», αναφέρει η αρχαιολόγος.
Το κεφάλαιο για τους Αρχαϊκούς χρόνους (7ος και 6ος αι. π.Χ.), εποχή άνθησης και ακμής για την Κέρκυρα, ξεκινά με την αρχαιότερη ναυμαχία στην ελληνική ιστορία -μεταξύ των αποίκων του νησιού και της μητρόπολης, της Κορίνθου- που ο Θουκυδίδης ονομάζει «παλαιτάτη» και την τοποθετεί στο 664 π.Χ., δηλαδή 260 χρόνια πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. «Χαρακτηριστικό της ταχείας ανάπτυξης της Κέρκυρας είναι ότι στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. ίδρυσε και η ίδια μόνη της ή σε συνεργασία με την Κόρινθο, αποικίες στην Αδριατική, την Επίδαμνο και την Απολλωνία, καθώς και το Ανακτόριο στο στόμιο του Αμβρακικού κόλπου. Η Επίδαμνος και η Απολλωνία ήταν σημαντικές για τα λιμάνια τους και το εμπόριο, παρείχαν μάλιστα στην Κέρκυρα πρόσβαση σε αποθέματα αργύρου», εξηγεί η κ. Ρηγάκου. Στο μεταξύ, η Κέρκυρα «ενισχύει τον έλεγχό της στη θαλάσσια διαδρομή κατά μήκος των απέναντι ακτών, ιδρύοντας ένα δίκτυο βάσεων στην Ήπειρο, πέραν οικείας γης, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, δηλαδή έξω από το νησί».
Την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο χρονολογούνται και τα πάμπολα πήλινα ειδώλια της Αρτέμιδος (πολλά κερκυραϊκής παραγωγής) που ανακαλύφθηκαν το 1889 σε αποθέτη περίπου 1 χλμ νότια του μικρού αρχαϊκού ιερού της θεάς, κοντά στην περιοχή Κανόνι. Άλλοτε να κρατά τόξο, άλλοτε κάποιο ζώο ή περιστοιχισμένη με ελάφια ή άρκτους, η θεά με τα πολλά πρόσωπα, απεικονίζεται ως Κυνηγός, Κουροτρόφος, Ηγεμόνη ή Πότνια Θηρών, ιδιότητες δηλαδή με τις οποίες λατρευόταν στο νησί.
Τους κλασικούς χρόνους η Κέρκυρα, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από τη μητρόπολη, εξελίσσεται σε θαλασσοκράτειρα δύναμη, διατηρώντας αυτόνομη πολιτική. Η εποχή χαρακτηρίζεται από πολέμους και εμφύλιες συγκρούσεις, σε σημείο -οι εμφύλιες συρράξεις- να οδηγήσουν τους κατοίκους έως το Μαντείο της Δωδώνης, διατυπώνοντας «συλλογικά ερωτήματα στον Δία Νάιο και τη Διώνη για ασφάλεια, ευνομία και ομόνοια, όπως δείχνουν τα μολύβδινα χρηστήρια ελάσματα που βρέθηκαν στο ιερό του Δία». Από τα τέλη του 5ου και ως τον 3ο αι. π.Χ. η Κέρκυρα εισέρχεται σε μια περίοδο παρακμής, πολιτικής αναταραχής και αστάθειας, κατά την οποία αποτέλεσε διαδοχικά αντικείμενο διεκδίκησης των Αθηναίων, των Σπαρτιατών, των Μακεδόνων και άλλων. «Οι ταραγμένοι ελληνιστικοί χρόνοι τελειώνουν στην Κέρκυρα νωρίς, μόλις το 229 π.Χ. Η Κέρκυρα, ταλαιπωρημένη από ιλλυρικές επιδρομές, ήταν η πρώτη από τις ελληνικές πόλεις που προσχώρησε εκούσια στην προστασία της Ρώμης και τέθηκε υπό την κυριαρχία της, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ.».
Η πλούσια ιστορία της Κέρκυρας δεν τελειώνει φυσικά εδώ. Όπως δεν τελειώνουν και τα μοναδικά ευρήματα που στεγάζονται στα δύο μουσεία -ο επιτύμβιος αρχαϊκός λέων που βρέθηκε κοντά στον τάφο του Μενεκράτου, το τμήμα πώρινου υστεροαρχαϊκού αετώματος με διονυσιακή παράσταση, τα τμήματα στέγης του πολύ σημαντικού Ηραίου, που διατηρούν ίχνη ζωηρών χρωμάτων, είναι μερικά μόνο από τα εμβληματικά εκθέματά του. Μουσεία που αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες του νησιού και πηγή ανεξάντλητης γνώσης για τους φιλομαθείς. Η ψηφιακή έκδοση του τόμου «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας», που είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Lamda Development https://www.lamdadev.com , φέρνει πιο κοντά στους αναγνώστες τους μοναδικούς θησαυρούς του νησιού προτρέποντας να τους ανακαλύψουν και να αφεθούν στη γοητεία των ιστοριών τους.