Ειδήσεις
«Ουγγρικές Συν-Κινήσεις» με την Κρατική Ορχήστρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Τσιγγάνικοι ρυθμοί που ξεσηκώνουν. Βιολιά έτοιμα να πάρουν και να βάλουν φωτιά. Στο μυαλό των περισσοτέρων, αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ουγγρικής μουσικής παράδοσης. Μέχρι που ο Ζόλταν Κόνταϊ και ο Μπέλα Μπάρτοκ αποφάσισαν να καταγράψουν την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας τους ταξιδεύοντας μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στις 24 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρουσιάζει συνθέσεις εμπνευσμένες από την ουγγρική λαϊκή ψυχή. Η βραδιά ανοίγει με το ατμοσφαιρικό Lontano του Γκιέργκι Λίγκετι, ενός από τους σπουδαιότερους συνθέτες της αβανγκάρντ στο τέλος του 20ου αιώνα.
Στη συνέχεια, ο εξάρχων της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου και δραστήριος σολίστ Ρομάν Σίμοβιτς ερμηνεύει το Δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ. Δημιουργία, που ολοκληρώθηκε υπό την βαριά άνοδο του φασισμού.
Ακόμη, ο διάσημος Βρετανός αρχιμουσικός Στέφαν Άσμπερι, ηγείται της συμφωνικής σουίτας Χάρι Γιάνος από την ομώνυμη κωμική όπερα του Ζόλταν Κόνταϋ. Χιουμοριστική γραφή, λυρισμός και θέματα λαϊκών τραγουδιών διατρέχουν αυτό το απολαυστικό έργο, κάθε μέρος του οποίου αποτελεί και μια περιπέτεια του «παραμυθά» ήρωά του.
Η βραδιά κλείνει θριαμβευτικά με δύο από τους ουγγρικούς xορούς του Γιοχάνες Μπραμς. Η απόπειρα του συνθέτη να «μεταγράψει» την ουγγρική ιδιοσυγκρασία σε συμφωνικούς ήχους έμελλε να γίνει από τα γνωστότερα και πιο αγαπητά έργα του.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΓΚΙΕΡΓΚΙ ΛΙΓΚΕΤΙ (1923-2006)
Lontano (1967) για μεγάλη ορχήστρα
ΜΠΕΛΑ ΜΠΑΡΤΟΚ (1881-1945)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.2
ΖΟΛΤΑΝ ΚΟΝΤΑΫ (1882 – 1967)
Χάρι Γιάνος, Σουίτα
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833-1897)
Δύο Ουγγρικοί χοροί
ΣΟΛΙΣΤ
Ρομάν Σίμοβιτς, βιολί
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Στέφαν Άσμπερυ
Στο πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής φιλοξενούνται το σχόλιο του σολίστ και το σχόλιο του μαέστρου για τη συγκεκριμένη συναυλία.
Το σχόλιο του σολίστ
«Το Δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί του Μπάρτοκ είναι ένα από τα πιο απαιτητικά έργα που έχω ερμηνεύσει. Από τη μία, εμπεριέχει υπέροχες μελωδίες και από την άλλη, περιγράφει μουσικά την αγριότητα λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου»
Το σχόλιο του μαέστρου
«Το πρόγραμμα της συναυλίας περιλαμβάνει έργα τριών εκ των μεγαλύτερων συνθετών του 20ού αιώνα, του Μπάρτοκ, του Κόνταϋ και του Λίγκετι. Οι συγκεκριμένοι τυχαίνει, επίσης, να είναι σπουδαίοι Ούγγροι συνθέτες που χρησιμοποίησαν τα λαϊκά ιδιώματα και τη μουσική της πατρίδας τους για να δημιουργήσουν μουσική εντελώς μοναδική που αφενός ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και αφετέρου τιμά όσα τους ενέπνευσαν. Τα έργα συνδέονται, επίσης, με την πολιτική ζωή της χώρας. Το κονσέρτο για βιολί του Μπάρτοκ να γράφτηκε σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας για τον ίδιο αλλά και για την Ευρώπη, λίγο πριν τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χάρι Γιάνος του Κόνταϋ είναι μια εξαιρετικά χιουμοριστική και συγκινητική αφήγηση που περιγράφει τα ζωηρά (και κυρίως αναληθή) κατορθώματα ενός βετεράνου του στρατού κατά τη διάρκεια των διαφόρων συγκρούσεων του 19ου αιώνα. Ο Λιγκέτι επηρεάστηκε έντονα από το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του και την καταπιεστική κουλτούρα του και η μουσική του έχει ως αποτέλεσμα μια εσωτερική ένταση.
Όπως και οι άλλοι συνθέτες, ο Μπραμς εμπνεύστηκε από θέματα και ρυθμούς της παλιάς Ουγγαρίας και ενορχήστρωσε πολλούς χορούς με το δικό του στυλ.
Ανυπομονώ πολύ να διευθύνω αυτό το πρόγραμμα!»
Για την ιστορία…
ΜΠΕΛΑ ΜΠΑΡΤΟΚ (1881 – 1945)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.2
1. Allegro non troppo
2. Andante tranquillo
3. Allegro molto
Προϊόν του νεανικού έρωτα του Μπάρτοκ για τη βιολονίστα Στέφι Γκέγιερ ήταν ένα κοντσέρτο για βιολί, γραμμένο για εκείνη κατά τα έτη 1907-1908. Το χειρόγραφο, που της εμπιστεύθηκε ο συνθέτης, ανακαλύφθηκε μετά τον θάνατό της (1956) και έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Μπάρτοκ, με συνέπεια το μόνο γνωστό ως τότε κοντσέρτο του για βιολί να λάβει τον αριθμό 2. Ο σημαντικός Ούγγρος βιολονίστας Ζόλταν Σέκελυ, πρότεινε το 1936 στον Μπάρτοκ να συνθέσει για εκείνον ένα κοντσέρτο για βιολί.
Πράγματι, ο δεύτερος στις αρχές του 1937, ξεκίνησε να σχεδιάζει ένα έργο για βιολί και ορχήστρα υπό τη μορφή παραλλαγών, αν και ο Σέκελυ επέμεινε στο αίτημα για ένα πλήρες κοντσέρτο με τρία μέρη. Ο Μπάρτοκ τελικά συμφώνησε και ολοκλήρωσε το
Κοντσέρτο στα τέλη του 1938. Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1939 στο Άμστερνταμ με σολίστα τον Σέκελυ και την Ορχήστρα Concertgebouw υπό τη διεύθυνση του Βίλεμ Μένγκελμπεργκ.
Φαίνεται πως στη σκέψη του συνθέτη, η φόρμα των παραλλαγών ήταν ισχυρή, αφού αυτές, άλλοτε φανερά και άλλοτε σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρυτανεύουν σε όλο το Κοντσέρτο.
Το πρώτο θέμα του πρώτου μέρους είναι υφολογικά εμπνευσμένο από τον ουγγρικό χορό verbunkos, που αποτέλεσε το πλέον διάσημο και διαδεδομένο είδος οργανικής παραδοσιακής μουσικής της Ουγγαρίας κατά τον 19 ο αιώνα. Οι απαρχές των verbunkos ανάγονται στο 18 ο αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκαν από εγχώριους στρατιωτικούς παράγοντες, ως ένας ιδιάζων (αλλά όπως φαίνεται αποτελεσματικός) τρόπος προσέλκυσης νέων ανδρών για τη στρατολόγησή τους.
Το δεύτερο θέμα του πρώτου μέρους αποτελεί μία πολύ προσωπική και εντελώς επιλεκτική αφομοίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής του Σαίνμπεργκ, αν και οι τονικές ρίζες του θέματος αποδεικνύονται ισχυρές. Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία σειρά έξη παραλλαγών πάνω σε μία εκφραστικότατη μελωδία, που παρουσιάζεται άμεσα από το σόλο βιολί. Η κυρίαρχη ατμόσφαιρα είναι χαρακτηριστική της λεγόμενης «νυχτερινής μουσικής» του Μπάρτοκ.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον δημιουργό για να αποδώσει τη μουσική του εκείνη, που αποσκοπεί στο να αποτυπώσει τους ήχους αλλά και τη γενικότερη αίσθηση της νύχτας στη φύση. Κατά πολύ πρωτότυπο τρόπο, όλο το φινάλε θα μπορούσε να περιγραφεί ως ελεύθερη παραλλαγή του πρώτου μέρους, μία εκ νέου επεξεργασία του θεματικού του υλικού, που επιστρατεύει νέα ρυθμικά σχήματα και ορχηστρικά ηχοχρώματα για να αποδώσει μία πιο ατίθαση, χορευτική αλλά και δεξιοτεχνική εκδοχή του.
Η συναυλία αρχίζει στις 20:30 ενώ στις 19:30 υπάρχει δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων.