Ειδήσεις
Ο Γούντι Αλεν στο 80ό Φεστιβάλ Βενετίας: «Ήμουν πάντα πολύ τυχερός, τίποτα τραγικό δεν μου έχει συμβεί»-Παρουσίαση της ταινίας του, «Γυρίσματα της τύχης»
Παγκόσμια πρεμιέρα έκανε χθες στο 80ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, η 50ή ταινία του Γούντι Αλεν «Coup de Chance» («Γυρίσματα της τύχης»), μία απολαυστική κομεντί, ελαφριά εκδοχή της παλαιότερης ταινίας του «Match Point» με πρωταγωνιστές τους Νιλς Σνάιντερ, Λου ντε Λαάζ, Μελβίλ Πουπό και Βαλερί Λεμερσιέ.
Παρότι στην αρχή υπήρχαν κάποιοι που αντέδρασαν αρνητικά στο άκουσμα πως το φεστιβάλ φέτος θα περιλάμβανε ταινίες από τους Γούντι Αλεν, Ρομάν Πολάνσκι και Λικ Μπεσόν, σκηνοθέτες οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί στο παρελθόν για σεξουαλική κακοποίηση, ο Γούντι Αλεν έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό στη Βενετία, τόσο στην επίσημη πρεμιέρα όσο και στο κόκκινο χαλί, με πολλούς θαυμαστές να τον επευφημούν με ενθουσιασμό και να τον κυνηγούν για να βγάλουν μία selfie μαζί του. Ωστόσο, έξω από τις αίθουσες του φεστιβάλ σύμφωνα με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μια ομάδα διαδηλωτών μοίρασαν φυλλάδια που ενθαρρύνουν το φεστιβάλ να «σβήσει τα φώτα της δημοσιότητας των βιαστών».
Το «Coup de Chance» ακολουθεί την Φανί και τον Ζαν, ένα ζευγάρι ευτυχισμένο, επιτυχημένο επαγγελματικά, που ζει σε ένα υπέροχο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού και μοιάζει ερωτευμένο όπως την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν. Όταν όμως η Φανί θα συναντήσει τυχαία τον Αλέν, έναν παλιό φίλο της από το σχολείο θα νιώσει μια ακατανίκητη έλξη που είναι ικανή να ταράξει την τέλεια ζωή της.
Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στα γαλλικά. Μιλώντας για αυτήν την επιλογή του, στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε μετά τις δημοσιογραφικές προβολές, ο Γούντι Αλεν είπε ότι, όταν ήταν νέος, οι ταινίες που τον ενέπνεαν περισσότερο ερχόντουσαν από την Ευρώπη. «Όλοι θέλαμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, να κάνουμε ταινίες όπως αυτές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και του γαλλικού σινεμά ιδιαίτερα- Γκοντάρ, Τριφό, Ρενέ, Ρενουάρ. Στην αρχή είχα στο μυαλό μου να κάνω την ταινία με δύο Αμερικανούς χαρακτήρες που ζούσαν στο Παρίσι. Όμως μετά το ξανασκέφτηκα. Θα ήταν η 50ή ταινία μου, αγαπώ το Παρίσι τόσο πολύ, οπότε γιατί να μην την κάνω εξολοκλήρου στα γαλλικά; Βέβαια, δεν μιλάω ο ίδιος γαλλικά, αλλά είχα μεγάλη βοήθεια, όλοι οι ηθοποιοί και το συνεργείο μου μιλούσαν αγγλικά. Ήταν μία καταπληκτική εμπειρία, όλοι με έκαναν να αισθανθώ κι εγώ Ευρωπαίος σκηνοθέτης».
Όπως άλλωστε παραδέχτηκε, για τον ίδιο δεν ήταν δύσκολο να συνεργαστεί με ηθοποιούς που μιλούν μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει. «Όταν παρακολουθείς μία ξενόγλωσση ταινία, μία ιαπωνική για παράδειγμα, καταλαβαίνεις αμέσως αν οι ερμηνείες είναι καλές, πιστευτές. Όπως καταλαβαίνεις κι αν είναι υπερβολικές ή ανόητες. Έτσι λοιπόν και στη δική μου ταινία, μπορούσα να καταλάβω από τη σωματικότητα, το ρυθμό, τη μελωδία των ηθοποιών μου τις ερμηνείες τους. Όλοι ήταν εξαιρετικοί. Ακόμα κι αν άλλαζαν τους διαλόγους τους, ήξεραν τι έκαναν. Τους εμπιστεύτηκα».
Στην ερώτηση για το αν η ταινία αποτελεί ένα άτυπο σίκουελ του «Match Point», είπε πως «και οι δύο ταινίες ασχολούνται με το πόσο η μοίρα, η τύχη παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις ζωές μας, από όσο θα θέλαμε να παραδεχθούμε. Από την άλλη, νομίζω ότι μπορεί να διερευνούν την ίδια θεματική, αλλά είναι πολύ διαφορετικές ταινίες».
Μιλώντας για τη ζωή, την καριέρα του και τη δική του σχέση με την τύχη, δήλωσε: «Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα πάντα πολύ πολύ τυχερός. Είχα δύο γονείς που με αγαπούσαν και καλούς φίλους. Έχω μία υπέροχη γυναίκα, έναν υπέροχο γάμο, τα παιδιά μου. Σε λίγους μήνες θα κλείσω τα 88 μου χρόνια και δεν χρειάστηκε ποτέ να νοσηλευτώ σε νοσοκομείο. Ήμουν πάντα πολύ τυχερός, τίποτα τραγικό δεν μου έχει συμβεί. Επίσης, από τα πρώτα μου χρόνια ως σκηνοθέτης, όλοι ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί μου: επέλεγαν να τονίζουν το ταλέντο μου και να μη στέκονται στις αδυναμίες μου. Βέβαια, σήμερα είναι ακόμα νωρίς (σ.σ. δεν είχαν βγει ακόμα οι κριτικές για την ταινία του), αλλά ας πούμε ότι μέχρι τώρα υπήρξα πολύ τυχερός και ελπίζω να συνεχιστεί αυτό».
Όσο για τη σχέση του με το θάνατο κι αν οι κωμωδίες είναι ένας τρόπος να τον αντιμετωπίζει, δήλωσε: «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε στ’ αλήθεια για το θάνατο. Είναι μία εξαρχής κακή συμφωνία αυτή που υπογράψαμε μαζί του. Δεν υπάρχει διέξοδος, ούτε από την επιστήμη, ούτε από τη φιλοσοφία, ούτε από την κωμωδία. Την πατήσαμε, είμαστε δέσμιοι μιας κακής συμφωνίας. Στο τέλος της ταινίας, αφήνουμε τον υπότιτλο “Μην το πολυσκέφτεστε”. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει με τον θάνατο».
Τέλος, σε ερώτηση για το αν θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη για να κάνει ταινίες, είπε: «Αν κάποιος βγει από τις σκιές και πει “εγώ θα χρηματοδοτούσα την επόμενη ταινία σου” κι αν αυτός ακολουθούσε τους όρους μου- ότι δηλαδή δεν θα μπορεί να έχει γνώμη για το σενάριο, ούτε για το καστ, μόνο να μου δώσει τα χρήματα και να εξαφανιστεί, αν υπήρχε ένας τέτοιος ανόητος άνθρωπος, τότε με χαρά θα γύριζα και πάλι μία ταινία στη Νέα Υόρκη».