Ειδήσεις
Ταινίες Πρώτης Προβολής: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι Εύκολος Στόχος…
Το γαλλικό εξαιρετικό δραματικό θρίλερ «Εύκολος Στόχος», με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, κάνει πρεμιέρα απόψε, κρατώντας ψηλά το ενδιαφέρον των σινεφίλ, μετά την, επίσης, γαλλική «Ανατομία μιας Πτώσης» που κατέκτησε τον φετινό Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και μαζί ένα σοβαρό όσο και ενθαρρυντικό κομμάτι του κοινού στη χώρα μας, την προηγούμενη εβδομάδα. Πρεμιέρα, απόψε, κάνουν και δυο ακόμη ταινίες, το ενδιαφέρον ισπανικό δραματικό θρίλερ «75 Μέρες» και το φραντσάιζ τρόμου «Η Καλόγρια 2», ενώ σε επανέκδοση βγαίνουν δυο κλασικά, πλέον, αριστουργήματα κι ένα φιλμ, της δεκαετίας του ’70 για τη σεξουαλική απελευθέρωση.
Εύκολος Στόχος
(“La Syndicaliste”) Δραματικό θρίλερ, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ζαν-Πολ Σαλομέ, με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Γκρέγκορι Καντεμπουά, Αντρέα Μπεσκόν, Ιβάν Ατάλ, Μπενουυά Μιζιμέλ, Μαρίνα Φόις κα.
Σε καλή φάση, ομολογουμένως, η γαλλική παραγωγή, καθώς μετά το εξαιρετικό δικαστικό θρίλερ «Ανατομία μιας Πτώσης» που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας την προηγούμενη εβδομάδα, ακολουθεί το έξοχο δραματικό θρίλερ, «Εύκολος Στόχος» του Ζαν Πολ Σαλομέ, με έντονες πολιτικές και κοινωνικές αναφορές, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να παραδίδει ακόμη μία υπέροχη ερμηνεία.
Αυτό, όμως, που ξεχωρίζει είναι το καλογραμμένο σενάριο που συνέγραψαν ο Σαλομέ, με την Φαντέτ Ντρουάρ και το οποίο βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Γαλλία το 2012 και μετέφερε σε βιβλίο η δημοσιογράφος και ερευνήτρια Καρολίν Μισέλ Αγκίρε.
Πρόκειται για την συγκλονιστική και αληθινή ιστορία της Μορίν Κερνέ, μιας έντιμης μαχητικής συνδικαλίστριας που ανακάλυψε τα πολυεθνικά υπόγεια παιχνίδια που παίζονταν από επιχειρηματίες και τη γαλλική κυβέρνηση, σε έναν πυρηνικό κολοσσό, και έθεταν σε κίνδυνο 50.000 θέσεις εργασίας, ενώ αναγκάστηκε να αποκαλύψει και κρατικά μυστικά που θα κάνουν την πυρηνική δύναμη άνω κάτω. Έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της, πάλεψε με επιχειρηματίες και υπουργούς, δέχθηκε απειλές και βάναυση επίθεση στο σπίτι της, ενώ το χειρότερο, προσπάθησαν να τη παρουσιάσουν, με τη συνδρομή της αστυνομίας και μεγαλοπαραγόντων της Γαλλίας, ως μυθομανή, παρανοϊκή συνδικαλίστρια.
Ο Σαλομέ («Η Νονά της Νύχτας») όταν διάβασε την ιστορία αυτής της γενναίας γυναίκας, οργίστηκε και απόρησε από τα γεγονότα και την αντιμετώπιση που είχε η Κερνέ από τις κρατικές αρχές. Και αποφάσισε να κάνει γνωστή την ιστορία στο ευρύτερο κοινό, αλλά όχι για να δώσει ένα θρίλερ καταιγιστικής δράσης, στο οποίο να κυριαρχεί το σασπένς, αλλά να καταγράψει αφοπλιστικά τα συναρπαστικά γεγονότα, να αναδείξει το κλίμα της εποχής, την ατμόσφαιρα του ζόφου, που κυριαρχεί σε ανώτατα επίπεδα και φυσικά τη γενναιότητα μιας γυναίκας που τιμά τον τίτλο της συνδικαλίστριας. Ταυτόχρονα, ο Σαλομέ, αναδεικνύει την κυριαρχία των ανδρών σε όλα τα επίπεδα και την εύκολη τακτική της θυματοποίησης των γυναικών. Οι απειλές που δέχεται είναι φανερό ότι ξεκινούν και καταλήγουν πάντα στη γυναικεία φύση της. Αυτή, όμως, δεν θα δειλιάσει ποτέ και θα προσπαθήσει να κάνει γνωστά τα επιχειρηματικά παιχνίδια, κάτω από τη μύτη του γαλλικού κράτους, του μεγάλου αφεντικού του πολυεθνικού γίγαντα πυρηνικών με Κινέζους για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών χαμηλού κόστους, την εμπλοκή πολιτικών, ενώ η επίθεση και ο βιασμός που δέχεται στο σπίτι της λίγο πριν συναντήσει τον τότε Γάλλο πρόεδρο Ολάντ, θα σημάνουν ακόμη μία χειρότερη εξέλιξη, καθώς όλοι οι αρμοί του συστήματος θα συνεργαστούν για να τη βγάλουν τρελή.
Το φιλμ, που είναι αποκαλυπτικό για το τι συμβαίνει πίσω από την πλάτη μας στα κέντρα εξουσίας και πολλές φορές όλα μένουν στο σκοτάδι ή παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικά από την πραγματικότητα, βλέπεται με τεράστιο ενδιαφέρον, παρά τα εκτεταμένα φλας μπακ και την έλλειψη της δράσης, που θα προσέφερε απλόχερα μία αμερικάνικη ταινία, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον της ιστορίας και του πυρήνα των όσων θέλει να προβάλλει ο σκηνοθέτης, που στοχεύει στην αφύπνιση του κοινού.
Μια δυνατή στιγμή για την καριέρα της Ιζαμπέλ Ιπέρ, που δεν παρασύρεται από τη δίνη των γεγονότων και τη γενναιότητα της ηρωίδας, κρατώντας το μέτρο και το δυνατό βλέμμα της σε όλη την ταινία, συμβάλλοντας στην επίτευξη του στόχου που είχε ο σκηνοθέτης. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι υπόλοιπες ερμηνείες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Μορίν Κερνέ, εκπρόσωπος συνδικάτου σε μία πολυεθνική, αποκαλύπτει τα υπόγεια παιχνίδια που έθεταν σε κίνδυνο πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας στην πυρηνική βιομηχανία της Γαλλίας, τα έβαλε με βιομηχάνους και υπουργούς, μέχρι που η επίθεση που δέχτηκε και θα άλλαζε τη ζωή της.
75 Μέρες
(“75 Dias”) Αστυνομικό θρίλερ, ισπανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Μαρκ Ρομέρο, με τους Πάμπλο Παρέδες, Χούλιαν Σαλβαδόρες, Χιμένα Βαλέρο, Φραν Βεργκάρα κα.
Με καθυστέρηση τριών χρόνων – όχι ότι έχει κάποια σημασία για ένα φιλμ – ήρθε και στη χώρα μας το δραματοποιημένο θρίλερ του Μαρκ Ρομέρο, που ακολουθεί πιστά τα γεγονότα μίας αποτρόπαιας αληθινής υπόθεσης, η οποία σόκαρε την ισπανική κοινωνία πριν από 30 χρόνια.
Η αρκούντως ενδιαφέρουσα ταινία αποτελεί προϊόν δεκαετούς σχολαστικής έρευνας και προετοιμασίας, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στο φάκελο με τα στοιχεία της αστυνομίας, αλλά και σε δημοσιεύματα της εποχής. Κάτι που είναι εμφανές καθώς ο σκηνοθέτης ακολουθεί μία ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, χωρίς να χάνει, ωστόσο, τη φόρμα μίας αγωνιώδους ταινίας.
Το 1992, σε μια φιλήσυχη κωμόπολη έξω από τη Βαλένθια, τρία 15χρονα κορίτσια εξαφανίζονται. Την τελευταία φορά που τα είδα ζωντανά έκαναν ωτοστόπ για να πάνε σε μία κοντινή πόλη. Η αστυνομία θα αντιμετωπίσει χαλαρά την υπόθεση, πιστεύοντας ότι απλώς το είχαν σκάσει από το σπίτι και συνέχισαν τις έρευνές τους όταν τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν κάνοντας το ένα λάθος μετά το άλλο. Δυο μήνες μετά θα βρεθούν τα πτώματά τους, σοκάροντας την ολιγομελή τοπική κοινωνία – όλοι οι κάτοικοι γνωστοί μεταξύ τους – αλλά και απασχολώντας όλη την Ισπανία.
Την εποχή που η Ισπανία περηφανευόταν για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1992, η φρίκη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος θα φωτίσει τα σκοτεινά σημεία μιας κοινωνίας που έχει επαναπαυθεί στο επιφανειακό «Success Story» και ο Ρομέρο θα αναδείξει την ανεπάρκεια, την επιπολαιότητα των αστυνομικών αρχών, αλλά και όσων ενεπλάκησαν στην υπόθεση (δικαστικοί, ιατροδικαστές κλπ).
Αποφεύγοντας κάθε εντυπωσιασμό, με εικόνες φρίκης και αίματος ή με μελοδρατικές σκηνές που θα εκτρέψουν την προσοχή του κοινού από το βασικό θέμα της ταινίας, ο Ρομέρο θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σε στοιχεία και αρχεία της υπόθεσης. Στην ανικανότητα των αρχών, αλλά και το βασικότερο στην έλλειψη ενσυναίσθησης που παρατηρήθηκε και γιγαντώθηκε από τη νέα μόδα, την κατακίτρινη δημοσιογραφία, τα τηλεοπτικά δίκτυα που έκαναν, χωρίς καμία αιδώ, σόου ένα τραγικό γεγονός.
Ο Ρομέρο περνά τα μηνύματά του, δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής, χάνει ορισμένες φορές τον ρυθμό και επαναλαμβάνεται, με ορισμένα ελάσσονος σημασίας στοιχεία, αλλά τελικά δικαιώνεται από την προσπάθειά του και την προσήλωσή του σε ένα θλιβερό γεγονός για το οποίο ακόμη αναζητούνται πειστικές απαντήσεις.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1992, στο Αλκασέρ, μια μικρή πόλη κοντά στη Βαλένθια τρία κορίτσια γύρω στα 15 εξαφανίζονται από προσώπου γης. Την τελευταία φορά που τις είδαν ζωντανές, έκαναν ωτοστόπ για να πάνε σε ένα κλαμπ σε μια κοντινή πόλη. Η αστυνομία, σε ένα από τα πολλά λάθη που θα κάνει σε αυτήν την έρευνα, αρχικά υποθέτει ότι απλώς το έχουν σκάσει. Tα πτώματά τους, όμως, βρίσκονται δύο μήνες αργότερα, συντρίβοντας τις οικογένειές τους. Ποιος θα μπορούσε να τολμήσει ένα τέτοιο έγκλημα σε μια φιλήσυχη περιοχή;
H Καλόγρια 2
(“The Nun II”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μάικλ Τσάβες, με τους Ταϊσα Φαρμίγκα, Kέιτλιν Ρόουζ Ντάουνι, Μπόνι Άαρονς κα.
Οι ανατριχίλες, η ασυναίσθητη κίνηση του κλεισίματος των ματιών και οι κραυγές επιστρέφουν, έπειτα από μια μικρή ανάπαυλα με το σίκουελ της «Καλόγριας», της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας του 2018 και που ανήκει στο γνωστό φραντσάιζ τρόμου «Το Κάλεσμα». Ένα παρακλάδι του γνωστού φραντσάιζ, με τη δαιμονισμένη καλόγρια που γνωρίσαμε αρχικά στο «Κάλεσμα 2» του Τζέιμς Γουάν.
Εδώ, η αδελφή Αϊρίν επιστρέφει για να αντιμετωπίσει τη σατανική καλόγρια και τον δαίμονα Βάλακ, σε ένα οικοτροφείο στη Γαλλία του 1956, όπου ένας ιερέας δολοφονείται κάτω από μυστήριες συνθήκες.
Ο σκηνοθέτης Μάικλ Τσάβες, που έχει γυρίσει ακόμη δυο ταινίες του τρομαχτικού σύμπαντος, «Κατάρα της Γιορόνα» και «Το Κάλεσμα 3: Ο Διάβολος Με Έβαλε να το Κάνω», έχοντας την εμπειρία αλλά και περιορισμένο ταλέντο, θα στήσει ορισμένες δυνατές σκηνές τρόμου, ενώ ταυτόχρονα το σενάριο δεν τον βοηθά για να πάει ένα βήμα παραπέρα την ιστορία του, αναγκάζοντάς τον να εμπιστευθεί τη μανιέρα και τα κλισέ του είδους, για να φτάσει αγκομαχώντας στο τέλος.
Η Τάισα Φαρμίγκα στέκεται αξιοπρεπώς, ενώ οι Τζόνας Μπλόκουετ, Μπόνι Άαρονς και Στορμ Ριντ, περιφέρουν τον ίσκιο τους στα βαθιά σκοτάδια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βρισκόμαστε στο 1956 και η αδερφή Αϊρίν έχει εγκατασταθεί στη Γαλλία. Μετά τον φόνο ενός ιερέα, θα αρχίσει να πιστεύει ότι ο δαίμονας που αντιμετώπισε χρόνια πριν έχει επιστρέψει.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Περιφρόνηση
(“Le Mepris”) Αριστουργηματική ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις (είχε επαναπροβληθεί πριν από λίγα χρόνια), καθώς αποτελεί, από το 1963, που έκανε πρεμιέρα, μία από τις πλέον εμβληματικές στιγμές της «νουβέλ βαγκ», καθιστώντας την Μπριζίντ Μπαρντό, εκτός από sex symbol και μία σημαντικότατη ηθοποιό, δίπλα στον ανυπέρβλητο Μισέλ Πικολί, τον αγέρωχο όσο και διαφορετικό Τζακ Πάλανς και βεβαίως, σε έναν μυθικό ρόλο, τον Φριτς Λανγκ.
Η «Περιφρόνηση» δεν είναι μία ακόμη ευκαιρία για τον Γκοντάρ να μιλήσει για το σινεμά, αλλά το ίδιο το σινεμά, καθώς στον πυρήνα της ιστορίας του βρίσκεται η σύγκρουση ενός συγγραφέα θεατρικών έργων, που έχει αναλάβει να παρέμβει στο αρχικό σενάριο μίας ταινίας, με τον Αμερικάνο παραγωγό της ταινίας και αυτό επηρεάζει καθοριστικά τη σχέση του με τη σύζυγό του, η οποία αρχίζει να απομακρύνεται απ’ αυτόν και να πλησιάζει τον πλούσιο παραγωγό.
Οι αναφορές στο σινεμά αμέτρητες αλλά και δομικής αξίας για το φιλμ, δεδομένου ότι αποτελούν αφενός τρόπος σχολιασμού του κινηματογραφικού σύμπαντος και αφετέρου παίζουν με τα συναισθήματα του θεατή, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του, προχωρούν την υπόθεση και το δέσιμο με την πραγματική ζωή και το τέλος των ψευδαισθήσεων.
Υπέροχα εσωτερικά και εξωτερικά πλάνα, η κινηματογράφηση της «Μπε Μπε» φτάνει στα όρια της λατρείας, ενώ το φινάλε συνταράσσει. Η έγχρωμη φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ, η εξαίσια μουσική του Ζορζ Ντελερί και το αψεγάδιαστο σενάριο, που έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μαζί με τον Αλμπέρτο Μοράβια – βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του – έρχονται και απογειώνουν μία από τις καλύτερες ταινίες του «τρομερού παιδιού».
Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ
(“Au hasard Balthazar”) Ένα από τα αγαπημένα αριστουργήματα όλων των εποχών, με το οποίο ο σπουδαίος Ρομπέρ Μπρεσόν το μακρινό 1966, μέσα από τις ταλαιπωρίες και τα θλιμμένα μάτια ενός συμπαθέστατου γαϊδάρου, του Μπαλταζάρ, θα μιλήσει για τη φύση του ανθρώπου. Ένα μικρό γαϊδουράκι, γεννιέται στην ηλιόλουστη γαλλική εξοχή, αλλά θα χάσει τη φροντίδα δυο παιδιών που τον αγαπούν, για να βιώσει στωικά, όλο και πιο ταπεινωτικά, την κακοποίηση των επόμενων ιδιοκτητών του, την κακία του ανθρώπου. Απαισιόδοξη ταινία, εμπνευσμένη από μία αναφορά στο πρώτο μέρος του «Ηλίθιου» του Ντοστογιέφσκι, μία σκληρή αλλά και αθεράπευτα συγκινητική ταινία, που ξεχωρίζει για την απλότητά της, αλλά και για το μεγαλείο των συναισθημάτων της. Με τους Αν Βιαζέμσκι, Γουόλτερ Γκριν, Φρανσουά Λαφάρζ, Ζαν-Κλοντ Γκιλμπέρ, Φιλίπ Ασελέν, Ναταλί Ζουαγιό κα.
Τα Μυστήρια του Οργανισμού
(“W.R.: Mysteries of the Organism”) Ο διάσημος τίτλος της ταινίας του Ντούσαν Μακαβέγιεφ («Sweet Movie») που έκανε πάταγο το 1971, την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ο «αναρχικός του Γιουγκοσλάβικου σινεμά», στο ερώτημα «τι σχέση μπορεί να έχει η ενέργεια που απελευθερώνεται κατά τον οργασμό με την κατάσταση της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας», απαντά με τη σεξουαλική απελευθέρωση μίας πανέμορφης Σλάβας, αλλά κυρίως βρίσκει ευκαιρία να σχολιάσει μία εποχή που θα καθορίσει το μέλλον. Συνδυάζοντας ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία, ο Μακαβέγιεφ παραδίδει ένα σουρεαλιστικό φιλμ, ενώ θα προσπαθήσει να διερευνήσει τις απόψεις του αμφιλεγόμενου στοχαστή και ψυχολόγου Βίλχεμ Ράιχ με εκείνες των Μαρξ και Φρόιντ, φτιάχνοντας ένα καλλιτεχνικό διαμαντάκι, που μπορεί να δείχνει την ηλικία του, αλλά παραμένει πάντα πολύτιμο.