Ειδήσεις
Το Αργυρό Μετάλλιο της Θεσσαλονίκης απένειμε ο δήμος στον Διονύση Σαββόπουλο
«Η πλατεία ήταν γεμάτη» και ο κόσμος παρακολουθούσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και τη Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης, να παίζουν και να ερμηνεύουν τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου. Σε ένα ρεφρέν, ακούστηκε η φωνή του ίδιου του καλλιτέχνη να τραγουδά «Μην μιλάς άλλο για αγάπη, η αγάπη είναι παντού». Ακολούθησε η εμβληματική «Συννεφούλα», την οποία ο «Νιόνιος από τη Θεσσαλονίκη», τραγούδησε στο κοινό που συγκεντρώθηκε προς τιμήν του στην αυλή του δημαρχείου.
Εκτός από τραγούδια, μοιράστηκε και ιστορίες που τον συνδέουν με την πόλη όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και «κουβαλούσε πάντα μαζί του», ακόμη κι όταν άλλαξε πόλη, χώρα ή ήπειρο. Φορώντας στο στήθος το Αργυρό Μετάλλιο της Θεσσαλονίκης, που του απένειμε λίγη ώρα πριν ο δήμαρχος Στέλιος Αγγελούδης, ο Διονύσης Σαββόπουλος «ταξίδεψε» συγγενείς, φίλους και θαυμαστές του, στο παρελθόν, παρουσιάζοντας με γλαφυρό τρόπο εικόνες και περιστατικά.
«Λυπάμαι πάρα πολύ που δεν βρίσκονται εν ζωή ο μπαμπάς μου και η μαμά μου, που τους έτρωγε η ανησυχία όσο ήμουν νέος “τι θα γίνει αυτό το παιδί;” Να! Προόδευσα! Με αναγνωρίζει η γενέθλια πόλη μου», είπε με το γνωστό του χιούμορ αμέσως μετά την παραλαβή του μεταλλίου, τονίζοντας εμφατικά και με περηφάνια: «Μάλιστα κυρίες και κύριοι είμαι Σαλονικιός. γεννήθηκα εδώ στις 2 Δεκεμβρίου του ’44».
«Οφείλουμε πολλά στον άνθρωπο που παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς και κορυφαίους διαμορφωτές της ελληνικής τέχνης», τόνισε ο Δήμαρχος Στέλιος Αγγελούδης και απευθυνόμενος στον ίδιο τον καλλιτέχνη, είπε «είσαι πολλά παραπάνω από ένας “Έλλην που παίζει ροκ”. Είσαι οραματιστής, ποιητής του ελληνικού ροκ και της ελληνικής μουσικής γενικότερα, που αμφισβήτησε κατεστημένες πολιτικές νόρμες. Είσαι ο σπουδαίος τραγουδοποιός, ανατρεπτικός, μεγαλοφυής, υπερβατικός, αλλά κυρίως ο συμπολίτης μας, που εδώ και έξι δεκαετίες καταγράφεις και ντύνεις με στίχους και μελωδία τη νεοελληνική ιστορία. Και το πράττεις αυτό με τόλμη, με ρεαλισμό, με τη δική σου συναρπαστική ματιά και τη μοναδική καλλιτεχνική προσέγγιση που δεν μπαίνει σε καλούπια, δε συμβιβάζεται, ξεπερνώντας όρους αλλά και όρια».
Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Σπύρος Βούγιας, που υπογράμμισε ότι ήταν ομόφωνη η απόφαση του σώματος να απονείμει στον Διονύση Σαββόπουλο το Αργυρό Μετάλλιο της Θεσσαλονίκης, «για την τεράστια προσφορά του στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, την ιδιαίτερη συμβολή του στην προβολή της Θεσσαλονίκης και στη διαμόρφωση της συλλογικής μας αυτογνωσίας και της πολιτισμικής μας ταυτότητας». «Αγαπημένε μας Διονύση, καλωσόρισες στο σπίτι σου», του είπε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε στα σημαντικότερα βιογραφικά του στοιχεία.
Ιστορία από …την κοιλιά
Η πρώτη ιστορία που μοιράστηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος με το κοινό, ήταν των τελευταίων λεπτών πριν έρθει στη ζωή, ένα γεγονός που αγαπά να διηγείται και το έκανε ξανά χθες βράδυ. «Την ημέρα που έπιασαν οι πόνοι τη μάνα μου, βγήκε η οικογένεια στο δρόμο να βρει όχημα να πάει στο μαιευτήριο, αλλά ήταν μέρες χαοτικές στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχαν λεωφορεία, μόνο κάτι γκαζοζέν περνούσαν και δεν σταματούσαν», ανέφερε, εξηγώντας ότι επρόκειτο για την περίοδο που στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη μπει τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) με το Μάρκο Βαφειάδη και την πολιτική διοίκηση της πόλης είχε αναλάβει το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο).
«Στη γειτονιά μας, στην οδό Ζαννα -μία μικρή παράλληλο της Μπότσαρη, εκεί που έκανε γωνία με την Βασιλίσσης Όλγας, υπήρχε ένα μεγάλο κτήριο, μισοκατεστραμμένο από βόμβα, όπου είχε εγκατασταθεί ή μονάδα του ΕΛΑΣ», είπε ο κ. Σαββόπουλος. Στον φρουρό που στέκονταν στην πύλη απευθύνθηκε η γιαγιά του, ο οποίος ανταποκρίθηκε με μεγάλη προθυμία και τους οδήγησε στο μαιευτήριο με μία μοτοσικλέτα με …καλαθούνα στο πλάι. «Επιβιβαστήκαμε στην καλαθούνα εγώ (πριν γίνω εγώ) και η μητέρα μου και στο τιμόνι κάθισε καταχαρούμενος ο …ορίτζιναλ ΕΛΑΣίτης, με φυσεκλίκια και γένια, ο οποίος έλεγε: “Γεια σου συντρόφισσα” και βρούμ την μοτοσικλέτα… “Και τι θα το κάνουμε το παιδί συντρόφισσα; Κομμουνιστή θα το κάνουμε!” και βρουμ βρουμ. Και με κρότους και καπνούς φτάσαμε στο μαιευτήριο, όπου γεννήθηκα άμα τη αφίξει», είπε χαρακτηριστικά.
Ο θαυμαστός κόσμος του νεαρού Διονύση
Αν και τα πρώτα χρόνια της ζωής του μαίνονταν τριγύρω τους ο εμφύλιος, με τα παιδικά του μάτια έβλεπε έναν παράδεισο και έναν κόσμο θαυμάτων. Στη γειτονιά του δέσποζαν αρχοντικά σπίτια -αν και σε παρακμή, με εγκαταλελειμμένους κήπους, συχνά χωρίς κουφώματα, και σε κάποια έπεφταν οι σοβάδες. «Όμως πάνω σε αυτή τη φθαρμένη όψη υπήρχε η αντανάκλαση ενός μεγαλείου το οποίο προϋπήρξε, μιας Θεσσαλονίκης άλλης, πολυεθνικής, ανεκτικής και προπαντός κοσμοπολίτικης. Το ωραίο είναι ότι αυτή η αίσθηση υπήρχε στον αέρα και την ξέρουμε πολύ καλά όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εκείνα τα χρόνια εδώ πέρα», σημείωσε.
Ένα τέτοιο διώροφο σπίτι ήταν αυτό που νοίκιαζε και η δική του οικογένεια, με τη σπιτονοικοκυρά, την κυρία Ούλα, να μένει στον επάνω όροφο. Η αυλή του σπιτιού αν και απεριποίητη, αφημένη και γεμάτη χόρτα, είχε «μία τεράστια ακακία που έκανε ωραία δροσιά το καλοκαίρι, δύο βερικοκιές, μία δαμασκηνιά και οι περικοκλάδες είχαν κάνει άτακτες αψίδες», περιέγραψε λέγοντας πως η κ. Ούλα είχε περιφράξει το μεγαλύτερο μέρος της αυλής και είχε βάλει μέσα να τρέχουνε δύο …ελαφάκια, ένα αρσενικό και θηλυκό, τον Αλή και τη Βασίλω.
Θυμήθηκε ακόμα πόσο τον εντυπωσίαζε όταν σταματούσε απότομα η κίνηση στους δρόμους και οι άνθρωποι κοκκάλωναν κάθε Κυριακή απόγευμα, που γινόταν η υποστολή της σημαίας στο Λευκό Πύργο υπό τους ήχους της φιλαρμονικής που παιάνιζε τον εθνικό ύμνο, του ήρθαν μνήμες από τον Κυριακάτικο περίπατο στην παλιά παραλία, από τους τέσσερις κινηματογράφους της πλατείας Αριστοτέλους, τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονταν κατάκοποι κρατώντας τους δίσκους, αλλά και τα φουσκωμένα μπαλόνια, το μαλλί της γριάς που περιέγραψε ως ένα «ροζ σύννεφο που μπορούσες και να το τρως», αλλά και τα φουρφούρια, τα οποία -όπως είπε- λανθασμένα στην Αθήνα αποκαλούν «μύλους».
Οι θύμησές του επεκτάθηκαν και στην ‘Άνω Πόλη, που επισκέπτονταν τη Μονή Βλατάδων και από εκεί είχε μπροστά στα πόδια του την αγαπημένη του πόλη, τη θάλασσα και απέναντι τον χιονισμένο Όλυμπο. «Είχε ένα πολύ ωραίο κήπο όλο παγώνια κι εγώ προσπαθούσα να μιμηθώ την κραυγή τους για να τα κάνω να ανοίξουν αυτήν την έγχρωμη ουρά, ένα μέτρο φτέρωμα με κάτι χρώματα… Ένα μπλε ρουά κι ένα βαθύ πράσινο και είχαν κι αυτούς τους οφθαλμούς τα φτερά τους…», είπε ξαναζώντας την εικόνα.
Θυμήθηκε το 12ο δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγε, την παιδαγωγική ακαδημία, το ιστορικό 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, αλλά και την εκκλησία της Αναλήψεως ακριβώς απέναντι, που ως λυκόπουλο κρατούσε κι αυτός το κοντάρι τη Μ. Παρασκευή για να βάζει σε τάξη το προσκύνημα του επιταφίου. «Κρατάω φιλίες με τους συμμαθητές μου από τότε, κι απ’ τα λυκόπουλα ακόμα, και φυσικά και με τους φίλους που γνώρισα στη Θεσσαλονίκη αργότερα», ανέφερε με συγκίνηση και εξήγησε ότι αυτός είναι ο λόγος που ποτέ δεν πήρε τα εκλογικά του δικαιώματα από την πόλη.
Η κάθοδος στην Αθήνα το 1963
«Είναι αλήθεια ότι έφυγα νέος από τη Θεσσαλονίκη, τα ήθελε ο …απ’ αυτός μου», είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος και προσπάθησε να εξηγήσει την απόφασή του να εγκαταλείψει τις σπουδές του στη νομική και να πάει στην Αθήνα για να ασχοληθεί με τη μουσική. «Η Θεσσαλονίκη -όπως ξέρετε, είναι κομμάτι “τσιφτετελού”. Ένα ρεπερτόριο σαν το δικό μου θα δυσκολεύονταν εκείνη την εποχή εδώ. Δεν είχαν έρθει ακόμα αντιπροσωπείες των δισκογραφικών εταιριών, ούτε υπήρχε μαγαζί κατάλληλο, ούτε υπήρχαν στούντιο», ανέφερε, λέγοντας πως όταν η κατάσταση άλλαξε έκανε δουλειές εδώ και έγραψε δίσκους μόνος, αλλά και με τον Νίκο Παπάζογλου ή τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.
Μίλησε ακόμα για τους ανθρώπους που τον επηρέασαν προσωπικά και επαγγελματικά, τους ποιητές τους οποίους διάβαζε και συναναστρεφόταν, όπως ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, η Ζωή Καρέλλη, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. «Μαθητής αυτής της σχολής ήμουν και σε αυτή τη σχολή θέλω να ανήκω. Και σαν μαθητής αυτής της σχολής έκανα ό,τι έκανα και άσκησα την όποια επιρροή μου στο ελληνικό τραγούδι και στους νεότερους», επισήμανε, ενώ δεν έλειψαν οι ευχές του για περαστικά στην επίσης Θεσσαλονικιά Μαρινέλα.
«Νιόνιος ο αήττητος» – ‘Άρθρο του Γ. Σκαμπαρδώνη
Με αφορμή την απονομή του Αργυρού Μεταλλίου της Θεσσαλονίκης στον Διονύση Σαββόπουλο, ο πεζογράφος και δημοσιογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης έγραψε το παρακάτω άρθρο:
«Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι μια ξεχωριστή και μάλλον ανεπανάληπτη περίπτωση – δεν προέκυψε από μουσική οικογένεια, κανείς στη φαμίλια του δεν φαινόταν να έχει καλλιτεχνικές τάσεις κι αυτός αναδύθηκε ως απρόσμενο, άγριο λουλούδι στον βράχο. Προφανώς πρόκειται για μια ιδιοφυή περίπτωση. Η συγκρότησή του και το ότι πολύ νωρίς βρήκε ένα δικό του ύφος το οποίο εξελίχθηκε μετά προς τη ίδια κατεύθυνση πιο εμπλουτισμένο και θαλερό, η δημιουργική του πνοή και η θεματογραφία του που κινείται μεταξύ λυρισμού, τραγικότητας και ευτραπελίας είναι δυσεξήγητα στοιχεία της ιδιοπροσωπίας του. Περιέχει κάποια σύνθεση πληθωρικής δωρεάς, όρασης, ταλέντου και οξυδέρκειας, που σύμφωνα και με τον ίδιο, έχει καταγωγή και αναφορές στην λογοτεχνική σχολή της Θεσσαλονίκης, στον Πεντζίκη, στον Ιωάννου, στον Χριστιανόπουλο, στον Ασλάνογλου. Αλλά η στιχουργία του αντλεί από όλη την διαδρομή του ελληνισμού μέσα στους αιώνες, από τον Αριστοφάνη ως το βυζαντινό μέλος, από το δημοτικό τραγούδι ως την ροκ αντίληψη, το παιδικό άσμα και τον ραπ διασκελισμό. Μουσικά ο Νιόνιος αφομοιώνει υλικό από πολλές περιοχές επίσης, απ’ την μπαλάντα, την καντάδα, το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το δημώδες, από ευρωπαϊκές μελωδίες και από μεγάλους σύγχρονους δημιουργούς, ευρωπαίους κι αμερικάνους φτιάχνοντας ένα δικό του, ρέον, σαββοπουλικό αμάλγαμα το οποίο μεταστοιχειώνει, πραγματώνει μοναδικά επί σκηνής όντας ένας από τους πιο προικισμένους περφόμερς στην μουσική μας ιστορία. Ο Διονύσης είναι ολιστικός καλλιτέχνης, με την έννοια ότι δημιουργεί ένα τραγούδι εκ του μη όντος, συνθέτοντας μόνος του στίχους και μουσική και το ερμηνεύει ο ίδιος προικίζοντάς το με επιπλέον στοιχεία ιδιοχρώματος και μοναδικότητας. Η ακμή του, επί εξήντα χρόνια, είναι διαρκής και αδιάπτωτη. Μας παραδίδει ένα μεγάλο, λαμπρό έργο, συναρπαστικό, αιχμηρό, λυρικό και τρυφερό, παρεμβατικό και βαθύ, συγκινητικό, πειρακτικό και τερπνό – για πάντα».