Ελάτε στην παρέα μας

Επιστολές

Άρθρο του Λουκά Χριστοδούλου με αφορμή την επέτειο της Μικρασιάτικης καταστροφής

Δημοσιεύθηκε

στις

Σμύρνη: Το στολίδι της Μικράς Ασίας

Η Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού εντυπωσίασε όσους τη γνώρισαν στο διάβα των αιώνων για την ομορφιά της και τις αρετές της. ΄Ετσι ο Στράβων την απεκάλεσε «η ωραιότερη πόλη του κόσμου», ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης «χαρά της Ασίας και στολίδι της αυτοκρατορίας», ο Ακαδημαϊκός και βουλευτής J. Michaud «Λουλούδι του Λεβάντε», ο δημοσιογράφος Gaston Deschamps «το ωραιότερο λιμάνι του Λεβάντε»  ενώ συχνά την ακολουθούσαν τα επίθετα «η Κορώνα της Ιωνίας», «Μικρό Παρίσι της Ανατολής», «Σμύρνη η κοσμοπολίτισσα» κ.α.  Για τους Τούρκους όμως ήταν πάντοτε «η γκιαούρ Σμύρνη», η Σμύρνη των απίστων.

Η Σμύρνη από την ίδρυσή της έγινε μήλο της έριδας, διαφόρων λαών και πολιτισμών αφού η γεωγραφική θέση της βοηθούσε στη γρήγορη ανάπτυξη της. Το φυσικό της λιμάνι και οι δραστήριοι έμποροι κάτοικοί της που κατά καιρούς έφταναν από όλα τα μέρη της Ευρώπης έκαναν τη Σμύρνη ένα από τα λιμάνια-κόμβους της Μεσογείου που συναγωνίζονταν επάξια την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και Μασσαλία.
Το λιμάνι της Σμύρνης μετά τον 18ο αιώνα αρχίζει και αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρίσματά του, αφού γίνεται ένα διαμετακομιστικό κέντρο-σταθμός όπου έφταναν από τα βάθη της Ασίας εμπορεύματα και αγαθά για εξαγωγή ενώ συγχρόνως προωθούντο και αγροτικά προϊόντα από τις εύφορες κοιλάδες της Μ. Ασίας. Από το λιμάνι επίσης γίνονταν εισαγωγές εμπορευμάτων κυρίως από τη Γαλλία και Αγγλία,  αφού σε αυτό βοηθούσε το ιδιαίτερο καθεστώς των διομολογήσεων. (τελωνειακή-δασμολογική ελευθερία)
Καθημερινά κατά δεκάδες έφταναν τα καραβάνια καμηλών από το εσωτερικό της Ασίας μεταφέροντας εμπορεύματα και αγαθά για εξαγωγή. Η κατασκευή των 2 σιδηροδρομικών γραμμών αργότερα έδωσε ώθηση ώστε η μεταφορά των αγαθών από και προς το εσωτερικό να γίνεται γρηγορότερα και ασφαλέστερα. Η ύπαρξη φτηνών εργατικών χεριών που κατέφταναν από το εσωτερικό, στις περιόδους αιχμής βοηθώντας στη συσκευασία και αποστολή όλων αυτών στο εξωτερικό, ολοκλήρωνε το κύκλωμα παραγωγή-μεταφορά-συσκευασία. 
Βλέπουμε στο λιμάνι της Σμύρνης πλοία εμπορικά φορτωμένα με πολύτιμο εμπόρευμα, δεμένα στο λιμάνι να περιμένουν, εκείνα τα χρόνια,  τους αγοραστές. Σταφίδα, ξερά σύκα, βαμβάκι, καπνός, αλάτι, σιτάρια, χαλιά, αλλά και …όπιο σε απίστευτες ποσότητες, έτοιμα να φορτωθούν και να οδηγηθούν στη Δύση. Ακόμα και βιομηχανικά, τυποποιημένα αγαθά, όπως γυαλικά, σιδερικά, έπιπλα και υφαντουργικά προϊόντα, που πρόδιδαν αστικό τρόπο ζωής.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξή της είχαν κυρίως οι Ελληνες οι οποίοι παρά τους διωγμούς που υπέστησαν κατά καιρούς, όρθωναν το ανάστημά τους.  Ετσι βλέπουμε μετά τον 17ο αιώνα να υπάρχουν πολλά μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα μικρασιατικά παράλια και κυρίως προς την πόλη της Σμύρνης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Σμύρνη μετά και τη διαμόρφωση της προκυμαίας και του λιμανιού της είχε γίνει ένα πολυπολιτισμικό κέντρο όπου συναντώνταν Ελληνες και Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι, Λεβαντίνοι και Ευρωπαίοι, και ομιλούνταν αρκετές γλώσσες και διάλεκτοι, αλλά πρωτεύοντα ρόλο είχε η Ελληνική Γλώσσα. Μπορούμε να πούμε ότι η Σμύρνη ήταν ο πρόδρομος της συνάντησης λαών και πολιτισμών σημείο που εμφανίζεται στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεκάδες χρόνια αργότερα.
Η άφιξη του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη (Μάϊος 1919) και τα 3 χρόνια που ακολούθησαν την απογείωσαν ως πόλη του εμπορίου και του πολιτισμού και την έκαναν πόλη «δόρυ στο μάτι των Τούρκων». 
Ο,τι και να ειπωθεί για την ομορφιά της προκυμαίας (Quai) είναι λίγο. Επιλέγουμε όμως αυτό που έγραψε αρκετά χρόνια μετά ο Σμυρνιός Χρήστος Σολομωνίδης:  «Αν η Σμύρνη είναι ο οφθαλμός της Ασίας, η προκυμαία είναι η κόρη του οφθαλμού αυτού».
Ατμόπλοια επιβατηγά, της γαλλικής Messageries, της τουρκικής Χαμιδιέ, του Κουρτζή, του Πανταλέοντος μετέφεραν τους ταξιδιώτες που είχαν την περιέργεια να γνωρίσουν την Ανατολή.  Επιπλέον τα μικρά ατμόπλοια πραγματοποιούσαν τη συγκοινωνία  από το λιμάνι της στα προάστια (το Κορδελιό, τα Πετρωτά, το Γκιοζ- Τεπέ, το Καρατάσι).

Η προκυμαία (Κιε από το γαλλικό Quai) χωρίζονταν σε 2 τμήματα:

•Από το τελωνείο   (κιουμέρκι) στο εσωτερικό λιμάνι, ως τους στρατώνες το Κονάκι και το Ταρσί (η μεγάλη τουρκική αγορά) ήταν η εμπορική ζώνη (αποβάθρες, ναυτιλιακά και μεσιτικά γραφεία, πρακτορεία κλπ.) και
•Tο κοσμικό τμήμα από το τελωνείο ως τα λουτρά (στην Πούντα) αποτελούσε χώρο περιπάτου και αναψυχής με εντυπωσιακά κτίρια (πολυτελείς κατοικίες, δημόσια καταστήματα, αριστοκρατικά καφενεία, ι Ξενοδοχεία, Θέατρα και Λέσχες.
Εδώ έβλεπε ο επισκέπτης τα Ξενοδοχεία «Huck» και «Grand Hotel Kraemer Palace», το Θέατρο της Σμύρνης, τον κινηματογράφο Πατέ, την Τράπεζα της Ανατολής, τη Λέσχη των Κυνηγών, το περίφημο Sporting Club.
Στην πλακόστρωτη προκυμαία συγκεντρωνόταν το πολύβουο πλήθος, στις ώρες της κοινωνικής συναναστροφής. Μεγαλέμποροι και εργάτες, μεσαίοι επαγγελματίες και άνθρωποι του μόχθου. Οι πολύχρωμες ενδυμασίες τους πρόδιδαν διάφορες εθνολογικές προελεύσεις.
Η θέα της θάλασσας από εδώ ήταν μοναδική. Ακόμη κι  οι ταράτσες των κτιρίων είχαν μετατραπεί σε μπιραρίες, καφωδεία, στέκια για όλα τα γούστα.  Στα καλά εστιατόρια το μενού είχε φρέσκο ψάρι από τη γνωστή στο είδος της Παπα-Σκάλα, ή μαγειρευτό κρέας με επιδόρπιο πορτοκάλια Χίου η σταφύλια, ανάλογα με την εποχή. Το κρασί από την Κύπρο συμπλήρωνε την όλη ατμόσφαιρα της τέρψης.
Στους δρόμους της Σμύρνης εύρισκες «τα προϊόντα του δρόμου» όπως : Το ζεστό σαλέπι και τα κάστανα, το χειμώνα, τα παγωτά (γλασάδες και ντοντουρμάδες) και τις παγωμένες λεμονάδες (μπουζ γκιμπί) για τα ιδιαίτερα ζεστά μεσημεριανά του καλοκαιριού. Υπήρχαν επίσης : σάμαλι, χαλβάς, παστέλια, τα σκληρά και αφράτα στραγάλια, τα ψημένα καλαμπόκια κλπ.
Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής διαδραματίζονταν κατά μήκος του Quai (Κιε).
Μια ιδιαίτερη ενδιαφέρουσα έκθεση του Αμερικανικού προξενείου, ανέφερε ότι στη Σμύρνη υπήρχαν, 15 Κινηματογράφοι, 513 καφενεία, 226 οινοπωλεία και ταβέρνες, 65 εστιατόρια και 43 μπυραρίες και 8 αίθουσες χορού.
Η χρηματική κίνηση της πόλης της πόλης, όπως φαίνεται από τις εργασίες των 11 τραπεζών που λειτουργούσαν το 1920, ήταν αξιοσημείωτη. Η παροχή πιστώσεων σε εμπόρους που διενεργούσαν εξαγωγικό εμπόριο – ιδιαίτερα για τους μήνες Ιούλιο έως  Οκτώβριο – γινόταν με λίγες διατυπώσεις και τα γραμμάτια των γνωστών εισαγωγικών οίκων του εξωτερικού κυκλοφορούσαν σαν τραπεζογραμμάτια. Ο εισαγωγέας εξασφάλιζε εύκολα πιστώσεις καταθέτοντας τα εμπορεύματα του στις αποθήκες των τραπεζών και ο συνηθισμένος τόκος ήταν 8% χωρίς τις προμήθειες.
Στη Σμύρνη βρίσκονταν επίσης και οι μεγάλες τράπεζες με υποκαταστήματα : Η τουρκική Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα, η γαλλική Κρεντί Λυόν, η βρετανική Μπρίτις Οριεντάλ, η Bank d΄  Italia, η Τράπεζα Αθηνών, η Τράπεζα της Ανατολής και η Austria Bankverein (Aυστριακή Τράπεζα της Βιέννης).
Περισσότερες από 50 ασφαλιστικές εταιρείες διατηρούσαν γραφεία στη Σμύρνη όπως και εταιρείες καπνών, γεωργικών ειδών και πετρελαίων και αντιπροσωπείες βιομηχανικών και εμπορικών οίκων της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η γρήγορη ανάπτυξή της  και η απομάκρυνσή της από το Μουσουλμανικό τρόπο ζωής, δεν άρεσε στο τουρκικό καθεστώς που δεν έχανε ευκαιρία να υποβάλλει σε διώξεις το ελληνικό στοιχείο που άρχισε να εμφανίζεται αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την ήττα της Τουρκίας. Ετσι βλέπουμε με γερμανικό σχέδιο  να αρχίζει πρώτα ο αφανισμός «Γενοκτονία» των Αρμενίων και να ακολουθούν οι απελάσεις των Ελλήνων που διακόπηκαν προσωρινά λόγω της ήττας των Τούρκων στο Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και της εσωτερικής διαμάχης που υπήρχε μεταξύ υποστηρικτών του Σουλτάνου και του Κεμάλ.
Δυστυχώς οι πολιτικές συγκυρίες και «ο ρόλος των Συμμάχων μας» μαζί με άλλους παράγοντες, οδήγησαν τον Αύγουστο του 1922 στην κατάρρευση του Μετώπου και στην αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μ. Ασία (Σεπτέμβριος 1922). Αποτέλεσμα ήταν ο τουρκικός στρατός να προβεί σε πρωτοφανείς για την ανθρωπότητα λεηλασίες, βιασμούς, δολοφονίες, εξαφανίσεις ώστε να εξαλείψει μια για πάντα ό,τι ελληνικό στοιχείο υπήρχε στη γη της Ιωνίας και κυρίως στη Σμύρνη.      
Ετσι με λίγες εξαιρέσεις αποτεφρώθηκε ολόκληρη σχεδόν η πόλη της Σμύρνης, εκτός από την τουρκική και την εβραϊκή συνοικία, το τελωνείο και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος που μεταβλήθηκε σε ταχυδρομείο και τηλεγραφείο για τις ανάγκες των Τούρκων.

•Η φωτιά αποτέφρωσε 4.000.000 στρέμματα, κατέστρεψε 55.000 σπίτια (43.000 ελληνικά, 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων) και 5.000 καταστήματα. Κάηκαν επίσης σχεδόν όλοι οι ορθόδοξοι ναοί της πόλης, τα σχολεία και τα ιδρύματα.

•Δεκάδες χιλιάδες χριστιανοί σκοτώθηκαν και άλλοι 160.000 εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ανατολίας, τους περισσότερους από τους οποίους δεν ξαναείδε ποτέ κανείς.

•Περίπου 400.000 οικογένειες από τις οποίες σημαντικό ποσοστό ήρθαν απορφανισμένες (ο πατέρας – προστάτης της οικογένειας είχε σκοτωθεί ή είχε κρατηθεί όμηρος και δεν γύρισε ποτέ) μετακινήθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου

Η ελληνική ΣΜΥΡΝΗ δεν υπάρχει πια.  Τα δάκρυα στέρεψαν. Ο πόνος περίσσεψε.
Η Μικρασιατική Καταστροφή όπως έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία, δεν μπορεί να παρερμηνευθεί ως ένας συνωστισμός του κόσμου στην προκυμαία. Είναι ντροπή για την Παιδεία μας, το σχετικό βιβλίο που κυκλοφόρησε. Η Καταστροφή της Σμύρνης ήταν η μεγαλύτερη πανωλεθρία του Ελληνισμού και τερμάτισε τη μακραίωνη παρουσία του στην Ιωνία αλλάζοντας την πορεία του για πάντα.
Μία φράση του Προξένου της Αμερικής στη  Σμύρνη, Τζωρτζ Χόρτον που υπήρξε μάρτυρας τόσο φρικτών σκηνών, τα λέει όλα: «Καθώς το αντιτορπιλλικό ξεμάκραινε από τη φοβερή σκηνή και το σκοτάδι έπεφτε, οι φλόγες που τώρα λυσομανούσανε σε μεγάλο μέρος της πολιτείας γινότανε ολοένα  και  πιό λαμπερές, παρουσιάζοντας μια σκηνή απαίσιας και μακάβριας ομορφιάς. Ωστόσο στη Καρχηδόνα δεν υπήρχε κανένας στόλος χριστιανικών πολεμικών που να ατενίζουνε μια κατάσταση που για αυτήν ήταν υπεύθυνες οι κυβερνήσεις τους.  Ένα από τα δυνατότερα αισθήματα που πήρα μαζί μου από την Σμύρνη, ήταν το αίσθημα ντροπής γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος»
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έμεινε ΜΟΝΟΣ σαν φωτεινός σηματοδότης και θυσιάστηκε για να σώσει το ποίμνιο του και την υπόληψη του πολιτικού μας κόσμου που παρακολουθούσε από πολύ μακριά.
Κάνοντας έναν απολογισμό σήμερα 89 χρόνια μετά, θα πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τους Μικρασιάτες και όλους τους διωχθέντες πληθυσμούς από τη Μ. Ασία και τον Πόντο,  για αυτό που ήταν στις πατρογονικές τους εστίες αλλά και για αυτά  που μας έφεραν και αξιοποίησαν στον τόπο εγκατάστασης τους, βοηθώντας έτσι στην οικονομική ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας.

 

 

Continue Reading
Κάντε κλικ για να σχολιάσετε

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ