Στο τραπέζι των συζητήσεων των φορέων της εστίασης με τα αρμόδια υπουργεία βρίσκεται το ζήτημα του ωραρίου λειτουργίας σε καφετέριες, εστιατόρια και μπαρ και ο περιορισμός έως τις 12 που ισχύει σε αρκετές περιοχές της χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, το υφιστάμενο ωράριο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων εστίασης κατά 20% και ταυτόχρονα προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην απασχόληση.
Πτώση του τζίρου 56% στην εστίαση
Άλλωστε το πλήγμα για τις επιχειρήσεις εστίασης λόγω της πανδημίας του κορονοϊού το φετινό καλοκαίρι ήταν ήδη τεράστιο. Τα στοιχεία της ΠΟΕΣΕ δείχνουν μείωση του τζίρου στον κλάδο κατά 56%.
Παράλληλα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς και στους οποίους επιβλήθηκαν μέσα στον Αύγουστο, ακόμη αυστηρότερα μέτρα, όπως για παράδειγμα σε Πάρο, Αντίπαρο, Μύκονο και Χαλκιδική, η καλοκαιρινή σεζόν φέτος τελείωσε νωρίτερα.
Το φθινόπωρο και ο χειμώνας που έρχεται προβληματίζει τους επιχειρηματίες αλλά και τους επαγγελματίες του κλάδου που φοβούνται για «λουκέτα» και απώλειες θέσεων εργασίας.
Το ΕΕΑ ζητά αλλαγές για το ωράριο της εστίασης
Την αντίθεση του με τις αποφάσεις της κυβέρνησης για το κλείσιμο των καταστημάτων εστίασης μετά τις 12:00 το βράδυ εξέφρασε ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
Αναλυτικά όσα υποστηρίζει ο επικεφαλής του ΕΕΑ:
«Για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης έχουν ληφθεί πολλά μέτρα, κάτι που θεωρούμε απόλυτα λογικό καθώς προηγείται η προστασία της δημόσιας υγείας. Όμως δεν μπορούμε να μην αναδείξουμε μία παράμετρο, που κατά τη γνώμη μας δεν εκτιμήθηκε σωστά. Αναφέρομαι στο ωράριο λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης και ειδικότερα στο πως λειτουργούν εστιατόρια, ταβέρνες, μεζεδοπωλεία, κλπ. Δηλαδή όπου υπάρχουν τραπεζοκαθίσματα. Είναι έξω από κάθε λογική η απόφαση να κλείνουν τα μεσάνυχτα αυτές οι επιχειρήσεις, καθώς πρόκειται για επαγγελματικούς χώρους που μπορεί εύκολα να τηρηθεί το πρωτόκολλο με τις αποστάσεις ασφαλείας που απαιτεί η περίσταση για την αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Ως Πολιτεία το να αποτρέπεις τον συνωστισμό είναι απόλυτα κατανοητό. Το να κλείνεις όμως χώρους που είναι οι μοναδικοί που μπορούν να τηρήσουν τα προβλεπόμενα, είναι μία τελείως λανθασμένη προσέγγιση που επιβαρύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων, προκαλώντας ακόμα πιο ασφυκτικές συνθήκες οικονομικής πίεσης που μοιραία οδηγούν σε λουκέτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την στιγμή που ξεκίνησε η εφαρμογή του περιορισμένου ωραρίου, ο κύκλος εργασιών αυτών των επιχειρήσεων έχει μειωθεί κατά 20%, ενώ υπάρχουν και αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση. Καταστήματα εστίασης που λειτουργούσαν μεσημέρι-βράδυ, πλέον έχουν μειώσει το προσωπικό τους, είτε με αναστολή συμβάσεων εργασίας είτε με απολύσεις, επειδή στο νέο ωράριο μπορούν πλέον να ανταποκριθούν λιγότεροι υπάλληλοι.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον υποκριτικό να λέμε ότι για να μειώσουμε τους κινδύνους μετάδοσης του κορονοϊού κλείνουμε τα εστιατόρια –εκεί δηλαδή που υπάρχουν ήδη κανόνες αποστασιοποίησης- όταν αυτοί που φεύγουν από αυτά τα καταστήματα θα συγκεντρωθούν σε κάποια πλατεία ή παραλία με σαφώς λιγότερα μέτρα ασφαλείας όσον αφορά τις προβλεπόμενες αποστάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε οι επιδημιολόγοι δεν τοποθετούνται κάθετα στο μέτρο μειωμένου ωραρίου για τα εστιατόρια. Η κυβέρνηση οφείλει να ξαναδεί αυτό το λεπτό θέμα. Δεν πρέπει να λαμβάνονται οριζόντια μέτρα αλλά να υπάρχει εξειδίκευση ανά κλάδο, λαμβάνοντας υπόψη τα όποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ζητάμε δηλαδή να πρυτανεύσει η κοινή λογική και τίποτα περισσότερο. Και να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι αυτή την κρίσιμη περίοδο είναι επιβεβλημένο να στηριχθούν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, ώστε να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες που ήδη προκαλεί η ύφεση».