Κεντρικό Θέμα
Γιάννης Νικολάου: “Όταν κατανοώ έναν ρόλο, νιώθω ότι γίνομαι καλύτερος άνθρωπος”
Ο Γιάννης Νικολάου έχει εργαστεί αρκετά στο θέατρο, ενώ πέρα από την υποκριτική, έχει σπουδάσει και Τεχνολογία Τροφίμων. Παράλληλα, του αρέσει να διανθίζει τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας μουσική. Ανάμεσα στην περιοδεία της παράστασης “Μαγικό Κλειδί” της Κάρμεν Ρουγγέρη, στην οποία συμμετέχει, ξέκλεψε λίγο χρόνο για να μοιραστεί στον Χτύπο το έναυσμα που τον ώθησε να ακολουθήσει την πορεία του θεάτρου, την εμπειρία του με τον πιο δύσκολο ρόλο που κλήθηκε να παίξει αλλά και τον ρόλο που θεωρεί τη μεγαλύτερη του επιτυχία στην έως τώρα καριέρα του.
Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψή του ότι συνταγή επιτυχίας δεν υπάρχει, όπως και το ότι η ενσυναίσθηση είναι ένα απαραίτητο στοιχείο, που δεν πρέπει να λείπει από τους ηθοποιούς, διότι διαμέσου αυτής καταλαβαίνει κανείς σε βάθος τον χαρακτήρα που υποδύεται, και συνεκδοχικά συνδέεται με το κοινό σε ένα επίπεδο που ξεπερνάει το επιφανειακό.
Μιλήστε μας αρχικά για εσάς. Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας με λίγα λόγια;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Αρχικά σπούδασα στη Αθήνα στα ΤΕΙ Τεχνολογίας Τροφίμων. Ταυτόχρονα, ασχολήθηκα με τη μουσική παίζοντας μπάσο και κιθάρα. Στη συνέχεια, σπούδασα στη Δραματική Σχολή Αθηνών Γιώργου Θεοδοσιάδη, από όπου αποφοίτησα το 1992, και έκτοτε εργάζομαι ως ηθοποιός. Είμαι παντρεμένος εδώ και 25 χρόνια και έχω δύο κόρες, την Άρτεμη, που είναι φοιτήτρια Ιατρικής στο Ηράκλειο της Κρήτης και τη Σοφία, που σπουδάζει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Αθήνα.
Τι σας οδήγησε να διαλέξετε τον δρόμο της υποκριτικής;
Η αλήθεια είναι ότι ως παιδί δεν είχα παρακολουθήσει θέατρο. Δεν θα ξεχάσω, όμως, μια γιορτή στο Δημοτικό, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να απαγγείλω ένα ποίημα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Αργότερα, όταν ήμουν 18 χρονών, ένα θεατρικό έργο έπεσε τυχαία στα χέρια μου. Ήταν «Ο θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχωφ. Κάποια άλλη στιγμή, βρέθηκα – πάλι τυχαία- σε μια παράσταση στο ΚΘΒΕ, τον «Οίκο Ευγηρίας» του Μ. Κορρέ. Τότε κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι πάνω στη σκηνή μπορούν να σε πείσουν για την αλήθεια της ιστορίας τους. Δύο χρόνια αργότερα, πάλι στο Κρατικό Θέατρο, είχα την τύχη να παρακολουθήσω πρόβες του έργου «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν Είναι Νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Θεωρώ ότι η εμπειρία αυτή ήταν καθοριστική για την απόφασή μου να διαλέξω αυτό τον δρόμο.
Ποια θεωρείτε μεγαλύτερη επιτυχία στη μέχρι τώρα πορεία σας;
Νομίζω τον ρόλο του Ποτκαλιόσιν στα «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ. Η παράσταση αυτή ήταν μια παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου σε σκηνοθεσία Κώστα Φαρμασώνη. Ο Ποτκαλιόσιν είναι ένας ρόλος υπέροχος, που ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, και θεωρώ ότι κατάφερα να αναδείξω τόσο τα δραματικά όσο και τα κωμικά στοιχεία του.
Ποια τα σχέδιά σας αυτό το διάστημα; Πού σας βρίσκουμε;
Αυτό το καλοκαίρι βρίσκομαι σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με «Το Μαγικό Κλειδί» της Πηνελόπης Δέλτα σε σκηνοθεσία Κάρμεν Ρουγγέρη. Είναι ένα έργο που μιλάει για την ενσυναίσθηση, μία από τις πιο πολύτιμες δεξιότητες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στις μέρες μας. Μπαίνοντας στη θέση του άλλου και βλέποντας τα πράγματα από τη δική του σκοπιά, κατανοούμε σε βάθος τα συναισθήματα των γύρω μας αλλά και του ίδιου μας του εαυτού. Με την ομάδα Νεάπολις, με την οποία συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, αφού ολοκληρώσαμε τις παραστάσεις του «Ντόκτορ Γκλας» του Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ σε διασκευή και σκηνοθεσία Άγγελου Χατζά, επεξεργαζόμαστε κάποια κείμενα του Ντύλαν Τόμας που θα παρουσιάσουμε τον επόμενο χειμώνα.
Θυμάστε ποιος ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος που έχετε κληθεί να παίξετε; Τι αποτέλεσε πρόκληση στην ενσάρκωση αυτού του ρόλου;
Ο πιο δύσκολος ρόλος για μένα ήταν ο μονόλογος «Αυτός και το Παντελόνι του» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Αρχικά ο μονόλογος είναι πάντοτε μια πρόκληση, καθώς ο ηθοποιός βρίσκεται μόνος του στη σκηνή και στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Όπως και στην περίπτωση του Ποτκαλιόσιν που προανέφερα, και αυτός ο ρόλος ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Μία επιπλέον δυσκολία για μένα ήταν ίσως ότι, ενώ ήμουν πολύ νέος, έπαιζα έναν χαρακτήρα πολύ μεγαλύτερό μου σε ηλικία και χρειάστηκε να τον μελετήσω σε βάθος και να τον ανακαλύψω.
Πλέον, πολλά επαγγέλματα, μεταξύ άλλων κι εκείνο του ηθοποιού, είναι συνυφασμένα με τη χρήση του διαδικτύου και ιδιαίτερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Θεωρείτε ότι αποτελεί βοήθεια κάτι τέτοιο ή μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι; Ποια η σχέση σας με τα social media;
Προσωπικά αγαπώ και θαυμάζω την τεχνολογία και προσπαθώ να ενημερώνομαι για τις εξελίξεις στον τομέα αυτό. Θεωρώ λοιπόν ότι τόσο το διαδίκτυο όσο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εργαλεία για το δικό μας επάγγελμα. Μας βοηθούν να ενημερωνόμαστε για τα πολιτισμικά δρώμενα αλλά και να επικοινωνούμε τη δουλειά μας. Δεν συνηθίζω να μοιράζομαι προσωπικές μου στιγμές ή να εκφράζω απόψεις δημόσια με αυτόν τον τρόπο.
Τι πρέπει να προσέξει κανείς όταν παίζει σε τηλεοπτική σειρά; Ποια είναι η συνταγή της επιτυχίας;
Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποια συνταγή. Φυσικά, το σενάριο είναι το κλειδί της επιτυχίας για μια σειρά, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είχα την τύχη να συμμετάσχω στις «Ψυχοκόρες», μια σειρά που κατά τη γνώμη μου τα είχε όλα. Το σενάριο ήταν υπέροχο, η σκηνοθεσία εξαιρετική, το ίδιο και η επιλογή των ηθοποιών. Η παραγωγή είχε φροντίσει κάθε λεπτομέρεια. Εύχομαι να γίνονται συνέχεια τόσο καλές δουλειές.
Τι αγαπάτε περισσότερο στην τέχνη της υποκριτικής;
Η τέχνη της υποκριτικής είναι τόσο δύσκολη όσο και υπέροχη. Προσωπικά, με συναρπάζει να δουλεύω διαφορετικούς ρόλους και να ανακαλύπτω νέους χαρακτήρες. Για μένα αυτός αποτελεί έναν τρόπο να επικοινωνώ με τον θεατή αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Όταν δουλεύω και κατανοώ έναν ρόλο, νιώθω ότι γίνομαι καλύτερος άνθρωπος και καταλαβαίνω σε βάθος και τους ανθρώπους γύρω μου. Ο ηθοποιός έχει ενσυναίσθηση και θεωρώ ότι ο ρόλος του στην κοινωνία είναι ιδιαίτερης αξίας.