Κοινωνία
“Εγκλήματα ρατσιστικής βίας και νομικός πολιτισμός”, του Δ. Βερβεσού
Η αναγνώριση των εγκλημάτων ρατσιστικής βίας και η υποστήριξη των θυμάτων ως διαρκές ζητούμενο του νομικού μας πολιτισμού
Ο ρατσισμός απειλεί πλέον και την ελληνική κοινωνία, όπως έδειξε η εντυπωσιακή άνοδος της «Χρυσής Αυγής», ιδίως κατά την σκοτεινή για τη χώρα μνημονιακή περίοδο. Ο ρατσιστικός τρόπος σκέψης καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνος όταν συναρθρώνεται με την πολιτική. Γι’ αυτό, η καταπολέμηση της ρατσιστικής, φασιστικής νοοτροπίας δεν αφορά μόνον τα πιθανά θύματα. Ο ρατσισμός, αν δεν αντιμετωπιστεί με σθένος, απειλεί να δυναμιτίσει τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνίας, οδηγώντας τους «υποτιθέμενους ανώτερους στον πολιτικό ολοκληρωτισμό, την ιδεολογική σύγχυση, τη βία και τον κοινωνικό όλεθρο».
Απέναντι στην απειλή του ρατσισμού ο νομικός μας πολιτισμός αντιτάσσει ένα εκτατεμένο, αλλά όχι πάντα επαρκές, οπλοστάσιο:
Κατ’ αρχάς η συνταγματική αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως υπέρτατης αρχής και ύπατου σκοπού του δικαίου, σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, καταδεικνύει το σαφές αξιολογικό στίγμα της συνταγματικής δικαιοταξίας.
Η αντιρατσιστική νομοθεσία στο Ελληνικό δίκαιο, έχει ως σημείο αφετηρίας τον ν. 927/1979 «περί κολασμού πράξεων αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» που όμως έμεινε εν πολλοίς ανεφάρμοστος.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 υιοθετήθηκε ο Ν. 4285/2014 για την αντιμετώπιση ορισμένων μορφών και εκφράσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας. Ο νόμος αυτός απειλεί ποινές για όποιον με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες, που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων.
Με το άρθρο 10 του ως άνω αντιρατσιστικού Ν. 4285/2014 επιδιώχθηκε η προσαρμογή στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328), στην Οδηγία 2012/29, την απόφαση 9/2009 του Συμβουλίου Υπουργών του ΟΑΣΕ, την Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ του 1965, «για την εξάλειψη όλων των μορφών ρατσιστικής βίας» και έτσι εισήχθησαν νέες διατάξεις στον ΠΚ για το ρατσιστικό έγκλημα.
Συγκεκριμένα, εισήχθη το (πρώην) άρθρο 81Α ΠΚ με τον τίτλο «ρατσιστικό έγκλημα», που προέβλεπε ποινές για εγκληματικές πράξεις που τελούνται «από μίσος λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της αναπηρίας κατά του παθόντος».
Τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά έχουν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι στοχεύουν την ταυτότητα ενός ανθρώπου που είναι είτε αμετάβλητη, είτε θεμελιώδης υπαρξιακή επιλογή. Κατά τούτο, προστατεύονται ποινικώς η εθνικότητα, η φυλή, η θρησκεία, η εθνική ρίζα ενός ανθρώπου, το χρώμα, το γένος, η ηλικία, η πνευματική ή σωματική ανικανότητα και ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Ουσιώδες ή δεσπόζον κίνητρο των εν λόγω εγκλημάτων είναι η μισαλλοδοξία, γι’ αυτό και τιμωρούνται αυστηρότερα από το νόμο.
Στο σχέδιο του ισχύοντος νέου Ποινικού Κώδικα που είχε αναρτηθεί για διαβούλευση, προτεινόταν η κατάργηση του άρθρου 81 Α Π.Κ. για το ρατσιστικό έγκλημα, οπότε θα παρέμενε στο νόμο μόνο η ένταξη των ρατσιστικών κινήτρων ως συμπληρωματικών στοιχείων, που λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής (άρθρο 79 Π.Κ.). Αν το ρατσιστικό έγκλημα έχανε την αυτοτέλειά του και η εξέταση των ρατσιστικών χαρακτηριστικών μπορούσε να γίνει μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής, δηλαδή μετά την ακροαματική διαδικασία και την απόφαση για την ενοχή ή μη, ήταν προφανής ο κίνδυνος τα αποδεικτικά στοιχεία για το ρατσιστικό έγκλημα να μείνουν εκτός διαδικασίας.
Τόσο ο ΔΣΑ , όσο και άλλοι φορείς, επεσήμαναν τις αδυναμίες του σχεδίου και τούτο είχε σαν αποτέλεσμα το ρατσιστικό έγκλημα να παραμείνει αυτοτελές. Το νέο άρθρο 82Α Π.Κ., αναφέρει ρητά, ότι αν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, λόγω χαρακτηριστικών φυλής, εθνικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας γενετήσιου προσανατολισμού ή φύλου, το πλαίσιο της ποινής στα πλημμελήματα αυξάνεται κατά 6 μήνες αν η πράξη τιμωρείται με φυλάκιση ως ένα έτος και κατά 1 έτος στα πλημμελήματα με ποινή άνω του έτους, στα δε κακουργήματα αυξάνεται κατά 2 έτη.
Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου πλαισιώνεται από την εν πολλοίς ενωσιακής προέλευσης νομοθεσία για την εν γένει καταπολέμηση των διακρίσεων. Το 2016, ο Ν. 4443/2016 ενσωμάτωσε τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής και 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και αντικατέστησε τον προηγούμενο Ν. 3304/2005. Ο παλαιός νόμος ενσωμάτωνε κατά λέξη τις δύο Οδηγίες σε δύο χωριστά κεφάλαια, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται πολλές διατάξεις, ενώ ο νέος νόμος τις ενσωμάτωσε και τις δύο σε ενιαίο κείμενο, επιτυγχάνοντας μια κάποια συστηματική ενότητα. Με το νέο νόμο προστέθηκαν επίσης νέοι λόγοι διάκρισης που δεν απαντώνται στις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ και δεν υπήρχαν επομένως και στον Ν. 3304/2005. Ειδικότερα, αναγνωρίζονται πλέον ως απαγορευμένοι λόγοι διάκρισης: το χρώμα, η εθνική καταγωγή, οι γενεαλογικές καταβολές, η χρόνια πάθηση, η οικογενειακή κατάσταση, η κοινωνική κατάσταση, η ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου.
Επιπλέον, ο Νόμος 4443/2016, ακολουθώντας το προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο, θεσπίζει αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε περίπτωση που ένα πρόσωπο προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποδεικνύει πραγματικά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση. Στην περίπτωση αυτή, ο αντίδικος φέρει το βάρος της απόδειξης μη παραβίασης της αρχής.
Φορέας παρακολούθησης και προώθησης της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος (από κοινού με τις λοιπές συναρμόδιες αρχές) φέρει το βαρύ φορτίο εμπραγμάτωσης των δικαιικών εξαγγελιών.
Ο ΔΣΑ έχει μακρά παράδοση προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ευαισθητοποίησης της νομικής κοινότητας στα σχετικά ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε μείζονος σημασίας την ενίσχυση της ικανότητας των δικηγόρων να εντοπίζουν και να ανταποκρίνονται με επάρκεια, σύμφωνα με τις επιταγές του θεσμικού τους ρόλου, στις περιπτώσεις εγκλήματων ρατσιστικής βίας και άλλων ποινικά αξιόλογων συμπεριφορών, που προκαλούνται από μίσος και προκατάληψη. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν οι συνήγοροι σε υποθέσεις εγκλημάτων ρατσιστικής βίας, ιδίως κατά την εκπροσώπηση και την παροχή νομικών συμβουλών, αλλά και καθοδήγησης, σε θύματα εγκλημάτων ρατσιστικής βίας, περιλαμβανομένων ασφαλώς των συνηγόρων νομικής βοήθειας.
Η συνολική, πολυπρισματική εξέταση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων επιτρέπει την συναγωγή της κατευθυντήριας ratio juris, που ηνιοχεί την καθόλου νομοθεσία και της προσδίδει συγκεκριμένο αξιακό υπόβαθρο, το οποίο με τη σειρά του πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου.
*Ο Δημήτρης Βερβεσός είναι Πρόεδρος της Ολομέλειας Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος