Connect with us

Αφιερώματα

Μεγάλο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία από το Λ. Χριστοδούλου: Οι θέσεις των Τούρκων και Ιταλών μετά την κατοχή της Σμύρνης

Published

on

Η συνέχεια του μεγάλου αφιερώματος στη Μικρά Ασία που μπορείτε να βρείτε κάθε εβδομάδα με τον Χ-τύπο από τον Πρόεδρο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Νέας Ιωνίας και της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, Λουκά Χριστοδούλου

Και ενώ οι Έλληνες καταλαμβάνουν την Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919 (π.η.), διεργασίες παρατηρούνται στην πλευρά των Τούρκων. Ο στρατηγός Κεμάλ Μουσταφά μετά την Συνθήκη του Μούδρου (18 Οκτωβρίου 1918) τοποθετείται σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις οποίες συμμετείχαν και πολλοί αξιωματικοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο. Έχουν αρχίσει ήδη οι πρώτες αμφισβητήσεις στις αποφάσεις του Σουλτάνου. Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο Σουλτάνος τον διόρισε τον Μάιο του 1919 στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών. Έτσι ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919 (ν.η.), ημέρα που θεωρείται για τους Τούρκους έναρξη του πολέμου της ανεξαρτησίας τους.

Εκεί ο Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι αξιωματικοί δήλωναν την αντίθεσή τους με τη φίλα προσκείμενη προς την ΑΝΤΑΝΤ τουρκική κυβέρνηση και ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής Πύλης. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1919 συγκάλεσε δύο εθνικά συνέδρια, ένα στο Ερζερούμ και ένα στη Σεβάστεια. Στο δεύτερο συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος της «Εταιρείας για την Προάσπιση των Εθνικών Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών». Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο, στην ουσία αμφισβητώντας τις όποιες αποφάσεις και συμφωνίες είχαν συναφθεί.

Οι Ιταλοί την ίδια περίοδο και βλέποντας να διακινδυνεύουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή της Αττάλειας και του Αϊδινίου, αφήνουν διαδρόμους στους άτακτους Τσέτες να διέρχονται μέσα από τις ελεγχόμενες περιοχές τους «να χτυπούν» και να φεύγουν αφού είχαν την κάλυψη τους. Οι Ιταλικές δυνάμεις τον Ιούλιο του 1919 ήταν 18.000 υπό την αρχηγία του στρατηγού Μονφαλκόνι κατανεμημένες στην περιοχή του Ικονίου και στις ακτές του νοτιοδυτικού τμήματος από την Αττάλεια μέχρι Ν. Εφέσου και πλησίον της νότιας όχθης του Μαιάνδρου ποταμού.
Επανειλημμένα οι Έλληνες αξιωματικοί απευθύνουν διαβήματα στον Βρετανό Αρχιστράτηγο Μιλν που εκτελούσε τις αποφάσεις της Διασκέψεως Ειρήνης του Παρισιού, καταγγέλοντας τη στάση των Ιταλών.

Ο Ελ. Βενιζέλος γνώστης της διεθνούς κατάστασης και το τι πρεσβεύουν οι Ιταλοί στα παράλια της Μ. Ασίας προσπαθεί να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους Ιταλούς και υπογράφεται η συμφωνία «Βενιζέλου-Τιτόνι» στις 17 Ιουλίου 1919, η οποία προέβλεπε, μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, που καθορίζονταν ως εξής:
Εκβολαί του ποταμού Μεντερές ή Καΐστρου, ρους Καΐστρου μέχρι του ύψους της οδού Αγιασολούκ προς Σκάλα Νόβαν (Νέαν Έφεσον), Ελληνική γραμμή κατοχής Αγιασολούκ-Παλαιάς Εφέσου. Εκείθεν θα ηκολούθει γραμμήν απέχουσαν κατά μ.ο. 600 μ. από της σιδηροδρομικής γραμμής, ήτις θα καθωρίζετο επί τόπου υπό των δύο Κυβερνήσεων, εις τρόπον ώστε να παρέχη προστασίαν εις την σιδηροδρομικήν γραμμήν από αιφνιδιαστικάς επιθέσεις ατάκτων μέχρι του ποταμού Μουσλούκ Ντερέ, ρους Μουσλούκ Ντερέ, συμβολή τούτου μετά του Μαιάνδρου. Εκείθεν ο ρους του Μαιάνδρου μέχρι του Κιοσκ.

Η διαχωριστική γραμμή όμως στη πράξη αμφισβητήθηκε και από τα δύο μέρη, με αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1919 να αποφασίσει η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης τα όρια της Ελληνικής Κατοχής στη Μ. Ασία, στα οποία περιλαμβάνονταν και τα τμήματα νοτίως του Μαιάνδρου, έναντι της Ιταλικής κατοχής.

Η εν λόγω συμφωνία ακυρώθηκε μετά ένα χρόνο περίπου (23 Ιουλίου 1920) από τον Ιταλό υπουργό Σφόρτσα.
Στις 27 Αυγούστου 1919 ο αρχιστράτηγος Μιλν παρέχει την άδεια «…εις τας Ελληνικάς δυνάμεις όπως εν περιπτώσει προσβολής υπό των Τουρκικών δυνάμεων ενεργώσι αντεπιθέσεις εις βάθος 1.000-1.500 μ. προς απόκρουσιν και διάλυσιν των επιτιθεμένων, υπό τον όρον όπως αύται επανέρχωνται εις τας αρχικάς των θέσεις…».

Επειδή όμως αυτό έδινε περιορισμένη ελευθερία κινήσεων του στρατού μας, έπειτα από αλλεπάλληλα διαβήματα στις 28 Σεπτεμβρίου 1919, ο Αρχιστράτηγος Μιλν «…παρέσχε το δικαίωμα εις τα Ελληνικά στρατεύματα όπως, εις περίπτωσιν προσβολής των υπό Τουρκικών τμημάτων, ενεργώσι με πλήρη ελευθερίαν, αντεπιτιθέμενα. Τα κατόπιν μιας τοιαύτης αντεπιθέσεως καταλαμβανόμενα σημεία ηδύναντο και να διατηρηθώσιν, εφ’ όσον δια της κατοχής τούτων θα εβελτιούτο η γραμμή από τακτικής απόψεως…».

Οι επιθέσεις των Τούρκων την περίοδο Αυγούστου-Δεκεμβρίου 1919, συνεχώς αυξάνονται, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προσπαθούν να τις απωθήσουν, αμφισβητείται έντονα η παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών στη Μ. Ασία και διαρκώς δημιουργούνται προστριβές σε στρατιωτικό επίπεδο που προσπαθούν να λύσουν με διπλωματικό τρόπο τα εμπλεκόμενα μέρη (Έλληνες-Τούρκοι-Ιταλοί- Βρετανοί-Γάλλοι).

Η διάταξη των Ελληνικών Μεραρχιών στη Μ. Ασία, στα τέλη του 1919, ήταν:
H I Μεραρχία να έχει την ευθύνη της κοιλάδας του Μαιάνδρου.
Η ΙΙ Μεραρχία να καλύπτει τον τομέα της κοιλάδας του Καΐστρου, που επεκτείνονταν από Θείρα προς Φάτα-Αντιζιντέ-Μπιρτζέ-Τζενεβέ-Γενιτζέ.
Η ΧΙΙΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από του υψοδείκτου 590, δια της στενωπού Μιχαηλί μέχρι νοτίως του Αχμετλί.
Η Μεραρχία Αρχιπελάγους επέβλεπε τον τομέα που επεκτείνονταν από το Κερέμκιοϊ, περί τα 10 χιλ. βορειοανατολικά των Κυδωνιών, μέχρι του υψοδείκτου Ένας (590) 15 περίπου χιλ. νοτιοανατολικά του Κινίκ.

Και η Μεραρχία Σμύρνης που αποτελείτο από το 27ο και 28ο Συντάγματα Πεζικού, το 8ου Σύνταγμα Κρητών, μία μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, που στάθμευε στην περιοχή της Σμύρνης (Βουτζά και Σεβδίκιοϊ) δίνοντας έμφαση στην οργάνωση, τις ελλείψεις και την εκπαίδευση των στρατιωτών.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ