Connect with us

Ελεύθερο Βήμα

“Το διαχρονικό ζητούμενο της ταχείας και ορθής απονομής της Δικαιοσύνης (Γ’ Μέρος)”, του του Δημήτρη Κ. Βερβεσού

Published

on

Η συνέχεια του άρθρου του Δημήτρη Κ. Βερβεσού, Προέδρου της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος στο Χ-τύπο

Η μονομερής, πάντως, εστίαση του δημοσίου διαλόγου στο ζήτημα της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης τείνει να συσκοτίσει τη σημασία της ορθότητας απονομής της. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα ποσοτικά μεγέθη δεν εξαντλούν τον προβληματισμό για την αναβάθμιση της Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό οφείλουμε να σταθούμε με την ίδια προσοχή και στο θέμα της ορθής απονομής της και της ποιότητας του δικαστικού έργου. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται θεσμικές δικλείδες ασφαλείας που θα διασφαλίζουν ότι η δικαιοσύνη απονέμεται κατά τρόπο ανεξάρτητο, με τις απαιτούμενες εγγυήσεις ορθότητος και ευθιδικίας. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ αναγκαία:

• Την προαγωγή των δικαστικών λειτουργών κατ’ αξίαν, ώστε να επιλέγονται οι άριστοι και όχι οι αρεστοί. Είναι οξύμωρο να υπάρχει πλειάδα δικαστικών αποφάσεων για την εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας, ήτοι της ανελίξεως των δημοσίων λειτουργών αλλά και των ιδιωτικών υπαλλήλων στις προαγωγικές τους κρίσεις, κατά τον λόγο της προσωπικής τους αξίας, και την ίδια στιγμή το νομολογιακό αυτό κεκτημένο να παροράται προκλητικά εντός των κόλπων της Δικαιοσύνης.

• Τη ριζική αναθεώρησης του τρόπου διεξαγωγής της επιθεώρησης, ώστε με συγκεκριμένα και μετρήσιμα μεγέθη να αξιολογείται η ορθότητα της δικανικής κρίσης, η ουσιαστική γνώση, η καλλιέργεια και το ήθος του δικαστικού λειτουργού, μέσω των οποίων και μόνο διασφαλίζεται εν τέλει η πραγματική ανεξαρτησία της γνώμης του. Η επιθεώρηση, όπως κάθε είδους αξιολόγηση, εκφυλίζεται όταν όλοι οι λειτουργοί χαρακτηρίζονται συλλήβδην «άριστοι», και ο έλεγχος στηρίζεται σε μικρό αριθμό αποφάσεων που οι ίδιοι επιλέγουν. Φαντάζομαι ότι για τους εξ υμών μη νομικούς φαντάζει αδιανόητο ο αξιολογούμενος -και όχι ο αξιολογητής- να επιλέγει το αντικείμενο της αξιολόγησης. Κι όμως, στη δικαιοσύνη αυτό ακριβώς συμβαίνει!

• Την αναθεώρηση άστοχων δικονομικών ρυθμίσεων, που υπονομεύουν την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και τη δίκαιη επίλυση των διαφορών. Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, όπως εισήχθη με τον ν. 4335/2015 (και δυστυχώς δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά με τον ν. 4842/2021), καθιέρωσε μια κόλουρη αποδεικτική διαδικασία (στην τακτική διαδικασία), χωρίς εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, προς δόξαν του πλέον αναξιόπιστου και αλυσιτελούς αποδεικτικού μέσου των ενόρκων βεβαιώσεων, ενώ στην αναγκαστική εκτέλεση ευνόησε ετεροβαρώς τη θέση των ισχυρών οικονομικά πιστωτών (τραπεζών, εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων κλπ), έναντι των οικονομικά ασθενών οφειλετών (π.χ. με την αποστέρηση της δυνατότητας αναστολής εκτελέσεως, επί κατάσχεσης ακινήτου, και την αναβάθμιση των ειδικών προνομίων).

• Την επανεξέταση δικονομικών αντιλήψεων, που υπονομεύουν την αρχή της ευθιδικίας και φαλκιδεύουν την ορθή τεκμηρίωση των δικαστικών κρίσεων, όπως η αξιοκατάκριτη κατά τη γνώμη μου κρατούσα νομολογιακή άποψη για την εφαρμογή της περίπτωσης 11 άρθρου 559 ΚΠολΔ (περί των λόγων αναιρέσεως στην πολιτική δίκη), σύμφωνα με την οποία ικανοποιείται η δικονομική τάξη και μόνο με την τυποποιημένη φράση της εκάστοτε αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι», χωρίς να επιχειρείται ενδεικτική, έστω, αναφορά σε κάποια απ’ αυτά, ακόμη και αν είναι καταλυτικά ως προς τις παραδοχές της απόφασης.

• Ομοίως, στη διοικητική δικαιοσύνη, ο αναιρετικός έλεγχος από το ΣτΕ έφτασε να είναι «πουκάμισο αδειανό», μετά τα προσκόμματα που έθεσε ο ν. 3900/2010. Θεωρώ αδιανόητο να μην μπορεί να ελεγχθεί η προδήλως αντιφατική αιτιολογία μιας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου, και να πρέπει κάθε φορά ο διάδικος ως προϋπόθεση του παραδεκτού να επικαλείται αντίθετη νομολογία του ΣτΕ ή ανυπαρξία τοιαύτης.

• Στα ουσιαστικά κενά της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η ελλιπής συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Θα πρέπει, νομίζω, πέραν της δυνατότητας απεύθυνσης συγκεκριμένης εντολής προς την διοίκηση, να δύναται ο δικαστής, εφόσον το κρίνει επιβεβλημένο να προβαίνει ο ίδιος στην απαιτούμενη διάπλαση της έννομης κατάστασης, ώστε η διαφορά να τέμνεται τελειωτικά από το δικαστήριο και να αποφεύγεται το πρόσθετο συχνά χρονοβόρο στάδιο της συμμόρφωσης της διοίκησης με την απόφαση (π.χ. για την έκδοση των αναγκαίων διοικητικών πράξεων).

Το τελευταίο -και γενικότερο- σημείο στο οποίο θέλω να αναφερθώ αφορά την ποιότητα του νομοθετικού έργου. Η κακή ποιότητα νομοθέτησης, με τις ατέλειες της νομοθεσίας, οι οποίες δεν συνίστανται μόνο σε ασάφεια και αντιφατικότητα των διατάξεων, αλλά οφείλονται και στις συχνές νομοθετικές μεταβολές, με σωρεία μεταβατικών καθεστώτων, η έλλειψη κωδικοποιήσεων σε πολλούς τομείς, η διαχρονική αδυναμία ουσιαστικής αφομοίωσης του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, που μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο, η αθρόα εισαγωγή ειδικών ποινικών νόμων και η πρόβλεψη ειδικών ρυθμίσεων σε συγκεκριμένα πεδία, επιτείνουν την ανασφάλεια δικαίου και αποτελούν βασική αιτία δημιουργίας και πολλαπλασιασμού των διαφορών, αλλά και πλημμελούς επίλυσής τους.

Οι παραπάνω σκέψεις φιλοδοξούν να συμβάλουν στην κοινή στόχευση όλων των παραγόντων της δικαιοσύνης, αλλά και κάθε ενεργού πολίτη, δηλαδή στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες.

Όλοι οι παράγοντες απονομής της Δικαιοσύνης, πολιτεία, δικαστές και δικηγόροι, οφείλουν να επιδείξουν θεσμική ωριμότητα, αποφασιστικότητα και ευρηματικότητα για την αντιμετώπιση του «αιώνιου και εγγενούς» (όπως έχει προσφυώς αποκληθεί) προβλήματος της ταχείας, αλλά και ορθής, απονομής της δικαιοσύνης.

Επειδή «έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας», όπως έλεγε ο Γ. Σεφέρης, εξ ονόματος όλου του δικηγορικού σώματος διατυπώνω δημόσια τη σταθερή μας προσήλωση στον αγώνα για την ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης, χωρίς να υπολογίζουμε το προσωπικό ή το συντεχνιακό κόστος. Σε μια εποχή, που η εμπιστοσύνη του πολίτη στη Δικαιοσύνη δοκιμάζεται, είναι κάτι που οφείλουμε σε μας, στο νομικό κόσμο της χώρας, στην ίδια τη δικαιοσύνη και εν τέλει στον ελληνικό λαό εν ονόματι του οποίου και μόνον απονέμεται και πρέπει να απονέμεται.

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ