Κοινωνία
Αφιέρωμα στη προσφυγική Νέα Ιωνία
«Φτωχιά μου, Νέα Ιωνία, στα μάτια σου είδα το φως, στους δρόμους και στα καφενεία ο κάθε φίλος, αδελφός…
Και μου λέγανε ιστορίες στη μικρή μου την αυλή δυο γερόντοι από τον Πόντο, μια γριούλα από το Αϊβαλί / Γλυκιά μου, Νέα Ιωνία, ποτέ μου δεν θα σ’ αρνηθώ, μέσα στα γκρίζα δειλινά σου πάντα θα υπάρχω και θα ζω». O Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδά για το μέρος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, μια γειτονιά που ήρθε στο προσκήνιο της επικαιρότητας τις τελευταίες μέρες με τον θάνατο του Παντελή Παντελίδη, ενός άλλου τραγουδιστή που ήταν γέννημα-θρέμμα της περιοχής. Αυτό που έγινε στη Ν. Ιωνία την ημέρα της κηδείας του μας πήγε λίγο πίσω, σε γειτονιές της Αθήνας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ομοιογενή ανθρωπογεωγραφία, σε μια γειτονιά με την αυθεντική έννοια του όρου, με πραγματικές σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους.
Η ιστορία της Νέας Ιωνίας είναι υπέροχη, με πολύ πόνο, φτώχεια, αγώνα αλλά και κουράγιο, δύναμη, ανθεκτικότητα και μεγάλες επιτυχίες. Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1922, όταν οι κάτοικοι της Σπάρτης της Μικράς Ασίας αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους και να ακολουθήσουν το υπόλοιπο προσφυγικό ρεύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Έπειτα από μια περιπετειώδη πεζοπορία οκτώ ημερών, μέσα από εχθρικά εδάφη όπου αντιμετώπισαν ληστές του βουνού κι εκβιασμούς, οι Σπαρταλήδες, υπό την ηγεσία του ιερέα Παπαϊωακείμ Πεσματζόγλου, φθάνουν σώοι στην Αττάλεια, με μόνη απώλεια την αρπαγή ενός παιδιού. Από εκεί, λίγες ημέρες μετά, περνούν στην Ελλάδα. Η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητά της είναι αξιοθαύμαστη σε όλα στα στάδια της ζωής της. Τρανό παράδειγμα η αγορά της, που κρατά ακόμα, έπειτα από έξι χρόνια οικονομικής κρίσης, τη στιγμή που πολλές άλλες εμπορικές πιάτσες της Αθήνας δεν άντεξαν.
Τον πρώτο καιρό μένουν όπου βρουν, όπως οι υπόλοιποι, σε πλατείες, σχολεία, θέατρα κ.λπ. Τον Μάρτιο του 1923 τους προτείνεται να εγκατασταθούν στους Ποδαράδες, τη σημερινή Νέα Ιωνία, όπου τότε έμεναν μόλις οκτώ οικογένειες, βοσκοί και καλλιεργητές του κτήματος έκτασης 1.230 στρεμμάτων που επρόκειτο να αγοράσει το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από το Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και θα λειτουργούσε ως ο πρώτος πυρήνας του προσφυγικού καταυλισμού. «Μας είπαν ότι θα προσπαθήσουν να μας χτίσουν οικήματα εις σημείον τι πλησίον των Αθηνών, το λεγόμενον “Ποδαράδες”. Πηγαίνετε να δείτε (μας είπαν) την τοποθεσίαν αυτήν και αν σας αρέσει να σας κτίσωμεν περί τα 650 οικήματα. Την επομένη (σ.σ.: τον Μάρτιο του 1923) ολόκληρο το συμβούλιον του συλλόγου μας με λαχτάρα και ζήλον εβγήκαμεν και ευρήκαμεν την τοποθεσία Ποδαράδων, αφού από το τέρμα Πατησίων εκάμαμε μιαν και ημισείαν ώραν. Προσεκτικά κοιτάζοντας τα διάφορα μέρη, ευρήκαμεν την τοποθεσία. Τοποθεσία θελκτική και ευάερος, αλλά γεμάτη από ακανθώδεις θάμνους, άγρια δένδρα. Εκαθίσαμεν εις ένα σημείον και συνεζητήσαμεν σχετικώς. Μετά δύο ημέρας εδώσαμεν την έκθεσίν μας, ότι το μέρος είναι κατάλληλον».
Ο ιερέας Πεσματζόγλου στις Αναμνήσεις του ουσιαστικά διηγείται τη γέννηση της Νέας Ιωνίας. Ως επίσημη ημέρα ιδρύσεως θεωρείται η Κυριακή 27 Ιουνίου του 1923, όταν ο αρχηγός της επαναστατικής κυβέρνησης Νικόλαος Πλαστήρας επισκέφθηκε την περιοχή και μπήκε ο θεμέλιος λίθος στο ύψος περίπου της συμβολής των σημερινών οδών Π. Π. Γερμανού (τότε Γυθείου) και Κ. Βάρναλη (τότε Μορκεντάου). Ο ιερέας Πεσματζόγλου, που έχει μόλις τελέσει τον αγιασμό, δράττεται την ευκαιρία και προτείνει για ονομασία της περιοχής το «Νέα Σπάρτη», ο Πλαστήρας όμως προκρίνει το «Νέα Πισιδία» για να μείνουν ευχαριστημένες και οι άλλες κοινότητες γύρω από τη Σπάρτη της παλαιάς πατρίδας. Και αυτό, όμως, το όνομα δεν θα στεριώσει, καθώς τα αμέσως επόμενα χρόνια εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες και από άλλα σημεία (από την Ινέπολη και την Κασταμονή, τη Σαφράμπολη, τη Νεάπολη, την Καππαδοκία, την Αλάια και την Αττάλεια της Παμφυλίας, αλλά και τη Σμύρνη και τα περίχωρά της, τα Βουρλά, το Αϊβαλί, τα Θυάτειρα) και επικράτησε το πιο γενικό «Νέα Ιωνία».
Ο οικισμός οριοθετήθηκε αρχικά από τα συνεργεία της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) και διαιρέθηκε σε δύο ζώνες, στον οικιστικό χώρο και στον χώρο των «εργοστασίων και λατομείων» στην περιοχή της Ελευθερούπολης, μια πολεοδομική διαίρεση που παραμένει εμφανής ακόμα και σήμερα. Στα στρέμματα του κτήματος, στον αρχικό πυρήνα της περιοχής, χτίστηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εκατοντάδες «προσφυγικά».
Το παραδοσιακό προσφυγικό σπίτι ήταν ένα μονώροφο οίκημα, κτισμένο από ωμές πλίνθους και στέγη από πισσόχαρτο –και αργότερα κεραμίδια– και προοριζόταν για τη στέγαση δύο οικογενειών. Διέθετε για κάθε οικογένεια ένα δωμάτιο 13,5 τ.μ. που χρησίμευε ως σαλόνι-υπνοδωμάτιο, ένα κουζινάκι-πλυσταριό και μια αποθήκη-ντουλάπα. Ένας δεύτερος τύπος του οικήματος προέκυπτε από την προσθήκη ενός πανομοιότυπου ορόφου, ώστε να μπορούν να στεγαστούν συνολικά τέσσερις οικογένειες.
Η ΕΑΠ απαλλοτρίωσε μεγάλες εκτάσεις σε Αθήνα και Πειραιά, που μετά τις πρόσφερε δωρεάν σχεδόν (1 δρχ./τ.μ.) σε Μικρασιάτες επιχειρηματίες για να ιδρύσουν εργοστάσια, κυρίως κλωστοϋφαντουργίας, εριουργίας και ταπητουργίας, με μόνο όρο τη λειτουργία της επιχείρησης σε τρία χρόνια – αλλιώς η κυριότητα αφαιρούνταν. Η ιδέα πίσω από αυτή την κίνηση ήταν να δοθούν τα απαραίτητα εφόδια στους πρόσφυγες ώστε να εκμεταλλευτούν τις ξεχωριστές ικανότητές τους, δηλαδή την τεχνογνωσία τους, τη διασύνδεση με τις αγορές του εξωτερικού που διατηρούσαν, την εμπορική πίστη που διέθεταν ακόμα κ.λπ.
Από τα 40 αυτά οικόπεδα που απαλλοτρίωσε η ΕΑΠ, τα 25 διατέθηκαν στη Νέα Ιωνία. Ακολούθησε, λοιπόν, ένας κανονικός οικοδομικός οργασμός στην περιοχή, με την κατασκευή σπιτιών, εργοστασίων, δρόμων, γεφυρών. Οι πρώτες 500 οικογένειες του 1923 έγιναν μέσα σε λίγα χρόνια 16.382 κάτοικοι. Λέγεται ότι η ανάπτυξη ενός ταπητουργικού κέντρου στον προσφυγικό καταυλισμό ήταν εξαρχής στο μυαλό των προσφύγων και της ΕΑΠ, γι’ αυτό και διάλεξαν τη συγκεκριμένη περιοχή απ’ όπου περνούσε ο ποταμός Ποδονίφτης και είχε πολλά νερά, απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία των χαλιών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Νέα Ιωνία διαθέτει 28 ταπητουργεία, με 800 ιστούς περίπου και 1.000 εργάτες, χωρίς να υπολογίζονται αυτοί που δουλεύουν στα «φασόν». Κάπου εκεί, όμως, η ταπητουργία της Ν. Ιωνίας θα δεχτεί μεγάλο πλήγμα από την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ και τον ανταγωνισμό των τουρκικών και περσικών χαλιών.
Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης θα επιδείξει μεγάλη προσαρμοστικότητα και θα επιβιώσει, κάνοντας στροφή στη βαμβακουργία. Εκείνη την εποχή η Νέα Ιωνία έχει φθάσει τους 24.000 κατοίκους. Από αυτούς, στο ιστορικό κέντρο διαμένουν 14.500 (οι περισσότεροι εξ αυτών από τη Σπάρτη), στην Ελευθερούπολη 2.500, στην Ινέπολη 1.500, στον Περισσό 2.500, στη Σαφράπολη 3.000, με το 90% του συνολικού πληθυσμού να αποτελείται από πρόσφυγες.
Το 1934 η Νέα Ιωνία αυτονομείται από τον Δήμο Αθηναίων. Πρώτος δήμαρχος της πόλης εξελέγη ο Γιώργος Φελέκης από τον Πόντο. Λίγα χρόνια μετά προστίθεται στα όρια του δήμου και η Καλογρέζα. Η εικόνα της Νέας Ιωνίας ως «Μάντσεστερ της Ελλάδας» φθάνει στην ακμή της μετά τον Εμφύλιο. «Οι ρυθμοί της προπολεμικής εποχής άλλαξαν, έγιναν σύνθετοι, το χθεσινό αδενικό παιδί, η προσφυγική γειτονιά, παραχώρησε τη θέση της σε έναν ρωμαλέο έφηβο, τη βιομηχανική πόλη» σημειώνει πηγή της εποχής. Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 λέγεται ότι λειτουργούσαν περίπου 500 εργοστάσια και βιοτεχνίες στην περιοχή με 7.000 εργατικό προσωπικό, μιλάμε πια ξεκάθαρα για μια βιομηχανική εργατούπολη.
Η φυσιογνωμία της περιοχής αλλάζει σιγά-σιγά. Η συγκέντρωση πολλών εσωτερικών μεταναστών αλλοιώνει τον προσφυγικό χαρακτήρα, ενώ με την εμφάνιση του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου στην πόλη το 1956 και τη δημιουργία τριών σταθμών (Νέα Ιωνία, Πευκάκια, Περισσός) ξεκινά να αναπτύσσεται μια αγορά που εμφανίζει υπερτοπικά χαρακτηριστικά.
Το 1971, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλαδος), στον πρωτογενή τομέα απασχολείται το 10,21%του πληθυσμού της πόλης, το 62,22% απασχολείται στον δευτερογενή τομέα και το 35,50% στον τριτογενή. Η αντιπαροχή εκτοπίζει τις προσφυγικές κατοικίες χάριν των πολυκατοικιών και των εμπορικών κέντρων. Το ποσοστό των οικογενειών που μένουν πλέον σε κανονικές κατοικίες αυξάνεται μεταξύ του 1971-1981 στο 37,5%. Έχουν εμφανιστεί ήδη κοσμικά κέντρα, κινηματογράφοι, τράπεζες, εφημερίδες, καλλιτεχνικοί και αθλητικοί όμιλοι κ.ά. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Τη δεκαετία του 1980 έρχεται η αποβιομηχανοποίηση και η στροφή προς τις υπηρεσίες. Είναι η δεύτερη μεταμόρφωση της πόλης που ξεκίνησε ως προσφυγικός καταυλισμός, εξελίχθηκε σε βιομηχανική εργατούπολη και κατέληξε εμπορικό κέντρο. Η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητά της είναι αξιοθαύμαστη σε όλα στα στάδια της ζωής της. Τρανό παράδειγμα η αγορά της, που κρατά ακόμα, έπειτα από έξι χρόνια οικονομικής κρίσης, τη στιγμή που πολλές άλλες εμπορικές πιάτσες της Αθήνας δεν άντεξαν.
Οι 500 οικογένειες του 1923 μπορεί να έχουν γίνει 70.000 κάτοικοι (και πολλοί περισσότεροι ανεπισήμως), όμως, όπως είδαμε τις περασμένες μέρες, φαίνεται ότι επιβιώνουν κάποια χαρακτηριστικά που έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία της πόλης. Ο ξεριζωμός, η κοινή καταγωγή, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των πρώτων δεκαετιών αλλά και ο ίδιος ο σχεδιασμός της πόλης, με στενούς δρόμους και πυκνοκατοικημένα κτίρια, ίσως να οδήγησαν τους κατοίκους της στην ανάπτυξη στενών δεσμών που δεν έχουν διαρραγεί ακόμα.
Αφιέρωμα για τη Νέα Ιωνία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Lifo