Ελάτε στην παρέα μας

Οικονομία

Για ποιο λόγο οι «καταθέσεις» επανέρχονται στο επίκεντρο της προσοχής

Δημοσιεύθηκε

στις

Τελευταία, οι λόγοι που καθιστούν τις «καταθέσεις» στόχο για τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα έχουν αρχίσει και πάλι να συσσωρεύονται.

Όταν αναφερόμαστε σε «καταθέσεις», δεν είμαστε απόλυτα ακριβείς. Θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για «αποταμιεύσεις» κάθε είδους, που περιλαμβάνουν όχι μόνο τις απλές καταθέσεις, αλλά και τις επενδύσεις σε ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια, μετοχές, καθώς και ακίνητα. Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε σε αυτό που ονομάζουμε περιουσία.

Και αυτή είναι ακριβώς η λέξη που τίθεται στο προσκήνιο: περιουσία. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλαπλοί.

Ας εξετάσουμε τα ζητήματα με τη σειρά τους.

Οι Κεντρικές Τράπεζες, και ειδικότερα η ΕΚΤ, έχουν αρχίσει να μειώνουν τα επιτόκια, και αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί, ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξουν μία ή δύο επιπλέον μειώσεις το 2024. Όπως έχουμε αναλύσει από την Οικονομική Σχολή των Κλασικών, η αιτία δεν σχετίζεται τόσο με τη μείωση του πληθωρισμού, όσο με την υπερσυσσώρευση χρέους, η οποία καθιστά ολοένα πιο δύσκολη την εξυπηρέτησή του με υψηλά επιτόκια, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Τα πραγματικά επιτόκια είναι πολύ υψηλά για να επιτρέπουν την αποπληρωμή ή την αναχρηματοδότηση του τεράστιου υφιστάμενου χρέους. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης του πληθωρισμού. Για να είμαστε σαφείς, ο πληθωρισμός, σε πραγματικούς όρους, μειώνει σιωπηλά το χρέος.

Οι εμπορικές τράπεζες, λόγω της μείωσης των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων στα προηγούμενα επίπεδα. Ήδη προχωρούν σε μεγαλύτερες μειώσεις στα επιτόκια καταθέσεων σε σύγκριση με εκείνα των χορηγήσεων, καθώς αυτή η διαφορά επιτοκίων είναι κρίσιμη για την κερδοφορία τους. Ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια καταθέσεων και τα διάφορα καταθετικά προϊόντα έχουν αρχίσει να μειώνονται σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, επηρεάζοντας αρνητικά την απόδοση των καταθέσεων.

Οι ανταγωνιστικές πιέσεις εντός της Ευρώπης για τη μείωση των αποδόσεων των καταθέσεων, ή πιο σωστά των καταθετικών προϊόντων, εντείνονται, καθώς η ενοποίηση του συστήματος εγγυήσεων των καταθέσεων στην ΕΕ παραμένει ημιτελής. Οι καταθέσεις που προέρχονται από μία χώρα της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια και δυσκολίες όταν προσπαθούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση δανείων σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τη συμπίεση των αποδόσεών τους σε ένα περιβάλλον πτώσης των επιτοκίων. Αυτό έχει πάντα αρνητικές συνέπειες για τους καταθέτες.

Η οικονομία στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, όπως επιβεβαίωσε η πρόσφατη Έκθεση Ντράγκι, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό χρηματοδοτικό «κενό» στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, λόγω παραγόντων όπως η αύξηση του κόστους ενέργειας, η έλλειψη εργαζομένων, η κατακερματισμένη αγορά κεφαλαίων και η κρίση της παγκοσμιοποίησης. Για να καλυφθεί αυτό το κενό, απαιτούνται αφενός εκτενή δημοσιονομικά χρηματοδοτικά προγράμματα και αφετέρου η αξιοποίηση των διαθέσιμων ιδιωτικών πόρων, δηλαδή των «καταθέσεων». Ο δημόσιος τομέας μπορεί να επιτύχει αυτόν τον στόχο μέσω της συζήτησης που έχει ήδη ξεκινήσει στις Βρυξέλλες σχετικά με την ενεργοποίηση ενός «φόρου περιουσίας».

Αυτός ο τύπος φορολογίας δεν αφορά το παραγόμενο εισόδημα, αλλά την υπάρχουσα περιουσία. Η τρέχουσα συζήτηση εστιάζει στα επίπεδα φορολόγησης της μεγάλης και πολύ μεγάλης περιουσίας, ανεξαρτήτως αν αυτή βρίσκεται σε καταθέσεις, καταθετικά προϊόντα, χρεόγραφα, μετοχές ή ακίνητα (παρόμοιο με τον ΕΝΦΙΑ, αλλά όχι οριζόντιο). Επιπλέον, εξετάζεται η δημιουργία ενός νέου κανονιστικού πλαισίου που θα επιτρέπει την απελευθέρωση της διαχείρισης των αποταμιεύσεων στις κεφαλαιαγορές, είτε πρόκειται για τραπεζικές καταθέσεις είτε για τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, χωρίς να απαιτείται η έγκριση του καταθέτη ή του ασφαλισμένου.

Αυτή είναι προς το παρόν η εικόνα που διαμορφώνεται στον ορίζοντα. Η προσοχή, λοιπόν, εστιάζεται παράλληλα με τη μείωση των επιτοκίων εκεί όπου συγκεντρώνεται κάθε είδους «αποταμίευση», με σκοπό να κινητοποιηθεί ως χρηματοδοτικό εργαλείο για την επανεκκίνηση της οικονομίας, η οποία «φρενάρει» εξαιτίας των υψηλών χρεών, των γεωπολιτικών αναταραχών και της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ