Πολιτισμός
Η Χριστίνα Σαμπανίκου στον Χ-τύπο : Με όχημα τη μαύρη κωμωδία σώζουμε τον πλανήτη
Δύο γυναίκες στην Αθήνα του μέλλοντος προσπαθούν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν σε ένα εντελώς καινούργιο και άγνωστο περιβάλλον. Ένας απρόσκλητος μυστήριος επισκέπτης έρχεται να περιπλέξει ακόμα περισσότερο την καθημερινότητά τους σε αυτό το δυστοπικό, μη γνώριμο μέλλον.
Η Χριστίνα Σαμπανίκου, η Κική Μαυρίδου και ο Παναγιώτης Δελαβίνιας, στην παράσταση “Γύρισε πίσω” σκηνοθετημένη από τη Βίκη Αδάμου, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να προβληματίσουν το κοινό αξιοποιώντας το χιούμορ της μαύρης κωμωδίας. Σκέψεις όπως πόσο οικείο μπορεί να γίνει ένα τρομακτικό περιβάλλον και πόσο δυνατή είναι η δύναμη της συνήθειας θα απασχολήσουν τους θεατές που θα προσέλθουν στον Πολυχώρο Vault, Μελενίκου 26 (κάθε Σάββατο 18:15 και Κυριακές 21:15). Σε μια συνέντευξη της Χριστίνας Σαμπανίκου στον Χτύπο, η ηθοποιός μιλάει για τη δύναμη της ελπίδας, της μαζικής ανθρώπινης προσπάθειας ώστε να σωθεί ο πλανήτης, καθώς και για τη “γλύκα” των αναμνήσεων της παιδικής μας ηλικίας, που πολλές φορές λειτουργούν ως βάλσαμο σε μια απαιτητική, αγχωτική καθημερινότητα.
Τι σας ώθησε τόσο να γράψετε όσο και να συμμετάσχετε σε μαύρη κωμωδία;
Είναι το αγαπημένο μου είδος στη θεατρική γραφή η μαύρη κωμωδία. Θεωρώ πολύ σημαντικό να κάνεις τον θεατή να γελάει και συγχρόνως να φεύγει από την παράσταση με κάποιους προβληματισμούς, να είναι εποικοδομητικό στην ουσία το γέλιο. Γενικά το χιούμορ είναι ένα πολύ ωραίο μέσο για να εκφράζονται δύσκολες αλήθειες. Πρόκειται λοιπόν για ένα είδος που το υπηρετώ με πολλή αγάπη.
Συνεργάζεστε στο εν λόγω έργο με την κα Βίκυ Αδάμου, που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία και με την οποία έχετε ξανασυναντηθεί καλλιτεχνικά στην παράσταση «Ανδρόγυνο». Πώς αποφασίσατε να ξανασμίξουν οι δρόμοι σας;
Με τη Βίκυ Αδάμου συνεργαζόμαστε χρόνια, καθώς έχουμε από κοινού τη Life after death theater company. Μέσα στην πορεία του χρόνου έχουμε αναπτύξει με εκείνη έναν εντελώς δικό μας κώδικα επικοινωνίας, μοιραζόμαστε δηλαδή την ίδια αντίληψη και αίσθηση του χιούμορ.
Το έργο πραγματεύεται μια δυστοπία ενός τρομακτικού μέλλοντος, όπου τα χειρότερα σενάρια θα έχουν πραγματοποιηθεί. Τι είναι αυτό που σας τρομάζει περισσότερο όταν σκέφτεστε το δικό σας μέλλον αλλά και αυτό της ανθρωπότητας;
Στην ουσία το έργο αφορά όλα αυτά τα σενάρια που δυστυχώς επιβεβαιώνονται σταδιακά, μιας και όλες αυτές οι αλλαγές, για παράδειγμα κοινωνικές ή κλιματικές, έχουν επιταχυνθεί φοβερά. Μιλάμε πλέον για ένα εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον, μη βιώσιμο, καθώς η ζωή έχει γίνει δύσκολη χωρίς τα βασικά αγαθά. Πρωταγωνίστριες της παράστασης είναι δύο γυναίκες (τη δεύτερη γυναίκα υποδύεται η Κική Μαυρίδου), οι οποίες προσπαθούν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν ζώντας σε όλον αυτόν τον σουρεαλισμό. Φυσικά το συγκεκριμένο δυστοπικό περιβάλλον έχει κάποιες ομοιότητες με τον παρόν, μας «κλείνει» δηλαδή το μάτι κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν έχουν ήδη αρχίσει να συντελούνται οι αλλαγές και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Στη συνέχεια, ο Παναγιώτης Δελαβίνιας υποδύεται έναν επισκέπτη, ένα συμβολικό στην ουσία πρόσωπο, που παριστάνει την εκάστοτε εξουσία. Με τα παιχνίδια χειραγώγησης που χρησιμοποιεί, επιδιώκει να πείσει τις γυναίκες πως όλα είναι και θα πάνε καλά.
Προσωπικά, με τρομάζει το γεγονός πως σε λίγο θα αποχαιρετήσουμε αυτό που ξέρουμε σαν φύση γύρω μας, ζωικά είδη θα εξαφανίζονται και δάση θα καταστρέφονται. Πιστεύω ότι οδεύουμε με μαθηματική ακρίβεια στο να γίνει –ειδικά στις μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα- η ζωή αβίωτη. Πάντα βέβαια διατηρούμε μια ελπίδα, μια χαραμάδα για να περνάει το φως, γιατί αν τα δούμε όλα μαύρα και σκοτεινά τότε αλίμονό μας.
Ποιος ο ρόλος που παίζουν οι αναμνήσεις στη δική σας ζωή;
Παίζουν καταλυτικό ρόλο, γιατί νομίζω ότι οι άνθρωποι είμαστε το προϊόν των αναμνήσεών μας. Είτε πράγματι θυμόμαστε στιγμές είτε όχι, αυτές έχουν καταγραφεί μέσα μας και επηρεάζουν το σήμερα. Οι αναμνήσεις μας είναι ένα σταθερό λιμάνι, ένα δίχτυ προστασίας, μιας και γυρίζουμε πάντα σε όσα ευχάριστα διατηρούμε στη μνήμη μας, όπως οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, όπου δεν υπήρχε το άγχος της καθημερινότητας. Προσπαθούμε λοιπόν αναπολώντας τες να αντλήσουμε κουράγιο από το κλίμα της αγάπης και της θαλπωρής που επικρατούσε όσο ήμασταν παιδιά.
Μεταξύ άλλων ερωτημάτων, στην παράσταση τίθεται το ερώτημα εάν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα στενά όρια που μας έχουν επιβάλει. Τι πιστεύετε εσείς;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεφύγουμε από αυτά τα όρια, θέλει πάρα πολλή δύναμη. Υπάρχει πολλές φορές η αυταπάτη πως ξεφεύγουμε από όσα μας έχουν επιβληθεί, αλλά ουσιαστικά παραμένουμε μέσα σε αυτά. Είμαστε όλοι δέσμιοι της συνήθειας και των φόβων μας, όπως λόγου χάρη του φόβου για το άγνωστο, κι έτσι δεν φεύγουμε από το γνώριμο περιβάλλον κι ας μην μας ικανοποιεί πια. Αυτό συμβαίνει τόσο σε ερωτικές όσο και σε εργασιακές σχέσεις, είναι πολυεπίπεδο το ζήτημα. Όταν κάνουμε το βήμα και ξεφεύγουμε από το πλαίσιο γύρω μας, πολλές φορές διαπιστώνουμε πως δεν ήταν τόσο τρομερή η αλλαγή όσο εμείς φοβόμασταν.
Υπήρξε κάποια στιγμή στη μέχρι σήμερα καριέρα σας που νιώσατε ότι φτάνετε σε τέλμα; Αν ναι, πώς το χειριστήκατε;
Θεωρώ τύχη το ότι υπάρχει στη ζωή μου το όχημα της γραφής, που αποτελεί μια πολύ δημιουργική διαδικασία, γιατί γράφω έργα και δημιουργώ παραστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, οτιδήποτε και αν νιώθεις, μπορείς να το εκφράσεις μέσω ενός έργου, που έπειτα θα πάρει σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή.
Τι σας βοηθάει στην καθημερινότητά σας να παραμένετε δημιουργική; Ποιες είναι οι εμπνεύσεις σας;
Προσωπικά εμπνέομαι από απλές στιγμές που αντλώ από την καθημερινότητα και μετά τις εντάσσω σε ένα πλαίσιο πιο “τραβηγμένο”, χρησιμοποιώντας το στοιχείο της μυθοπλασίας, για να μην τις παραθέτω απλά ως ωμό ρεαλισμό. Ο τρόπος γραφής μου είναι πάντα πολύ οικείος, κάνω χρήση δηλαδή μιας γλώσσας που μιλάμε κάθε μέρα, που γίνεται πολύ εύκολα κατανοητή. Στο “Ανδρόγυνο” περιέγραφα τις σχέσεις των ζευγαριών και πώς μερικές καταλήγουν στη γυναικεία κακοποίηση, ενώ πιο πριν με τη “Χαμένη παντόφλα” του Μανώλη Καρέλη παρουσίαζα έναν άντρα ο οποίος είχε πέσει σε κατάθλιψη και βρισκόταν σε πάλη με την εσωτερική του φωνή. Όλο αυτό δοσμένο φυσικά με πολύ χιούμορ, και με μεγάλη ανατροπή στο τέλος, όπως συνηθίζεται στις μαύρες κωμωδίες. Μετά το γέλιο, ακολουθεί η συγκίνηση.
Πώς νιώθετε την αλληλεπίδραση με το κοινό όταν βρίσκεστε πάνω στο σανίδι;
Το κοινό κάθε φορά μεταδίδει μια μοναδική ενέργεια, διαφορετική σε κάθε παράσταση. Υπάρχουν βραδιές που ως ηθοποιός νιώθεις ότι επικοινωνείς απόλυτα με τους θεατές και υπάρχουν άλλες κατά τις οποίες νιώθεις ότι κάτι δεν “περνάει”, κάτι μπλοκάρει. Συνεπώς πάντα ξεκινάμε με την ευχή να είναι ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και αυτό που παρουσιάζουμε πάνω να περάσει κάτω έτσι όπως το έχουμε φανταστεί. Γενικότερα πάντως, μετά τη μεγάλη περίοδο του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, ο κόσμος έχει ανάγκη να πηγαίνει θέατρο, κάτι πολύ ελπιδοφόρο που ελπίζω να συνεχιστεί.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε κάποιον που τρομοκρατείται στην ιδέα του μέλλοντος και της αβεβαιότητας που αυτό φέρει;
Η συμβουλή μου είναι “κάνε ό,τι περνάει από το χέρι σου ώστε αυτά που φοβάσαι να μην έρθουν”. Φυσικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, αλλά έστω να κάνουμε ό,τι μπορούμε, να προστατεύουμε αυτό το μοναδικό περιβάλλον γιατί χωρίς αυτό δε νοείται ζωή, ή θα μιλάμε για μια ζωή εφιαλτική. Όσο μπορεί ο καθένας μας ας βάζει ένα λιθαράκι, σε απλά και εύκολα πράγματα. Πιστεύω έτσι κι αλλιώς πώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πλέον οικολογική συνείδηση και κινητοποιούνται. Είναι σημαντικό κατ’ εμέ να μην υπάρχει αυτός ο “ωχαδερφισμός”, το “έλα μωρέ, εγώ θα σώσω τον πλανήτη;”. Αν κάτι μικρό, όπως το να μαζεύουμε τα σκουπίδια μας, το κάνουμε όλοι, αυτομάτως γίνεται μεγάλο.