Πολιτισμός
Ο Χρίστος Λύγκας στο Χ-τύπο: “Στον κόσμο της τέχνης βρισκόμαστε συχνά μπροστά σε δυνατά διλήμματα”
Μιλώντας για το σήμερα μέσα από ένα ανατρεπτικό έργο… του χθες
Μια παράσταση βγαλμένη από το παρελθόν η οποία όμως θέτει καταστάσεις και διλήμματα του παρόντος καθηλώνει το κοινό τη φετινή σεζόν στον Πολυχώρο Vault, έχοντας ως πρωταγωνιστή μια από τις εμβληματικότερες μορφές της παγκόσμιας τέχνης. “Ο Μποτιτσέλι στην πυρά” συστήνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Χρίστου Λύγκα, ο οποίος αναλαμβάνει επίσης να δώσει ζωή και επί σκηνής στον θρυλικό αυτό καλλιτέχνη.
Ο ταλαντούχος ηθοποιός μας αποκαλύπτει τα πάντα σχετικά με την ιστορία του έργου, την ίδια την παράσταση, αλλά και τη σύνδεση με το ρόλο του, ενώ μας μιλά ακόμη για το πώς διαχειρίζεται τη διπλή αυτή ιδιότητα του ηθοποιού – σκηνοθέτη στις παραστάσεις, σε μια απολαυστική συνέντευξη.
Την περίοδο αυτή πρωταγωνιστείτε και σκηνοθετείτε στην παράσταση “Ο Μποτιτσέλι στην πυρά”. Μέσα από ποιες θεματικές ξεδιπλώνεται η ιστορία;
Ο συγγραφέας ο Τζόρνταν Ντάναχιλ παίρνει το θέμα του από μια ιστορική περίοδο από την Αναγέννηση των Μεδίκων στη Φλωρεντία και επικεντρώνεται κυρίως στους καλλιτέχνες γύρω από τους Μεδίκους και ιδιαίτερα στον Σάντρο Μποτιτσέλι, ο οποίος ήταν και αυτός που ήταν ο “προστατευόμενος” της οικογένειας και φιλοτέχνησε πάρα πολλούς από τους πίνακες και της οικογένειας, ζωγράφισε κάποια τμήματα της Καπέλα Σιξτίνα, αλλά ουσιαστικά αυτός είναι όλος ο ιστορικός περίγυρος και η αφορμή. Όπως επίσης και η “πυρά της ματαιοδοξίας”, ένα αληθινό ιστορικό γεγονός στην οποία κάηκαν έργα τέχνης και σύμβολα εξαιτίας του λαϊκισμού ενός μοναχού του Σαβοναρόλα. Παίρνει λοιπόν αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας, αλλά φτιάχνει ένα έργο το οποίο στην πραγματικότητα μιλάει για το σήμερα. Και θίγει ζητήματα κοινωνικά όπως η έξαρση και άνοδος του λαϊκισμού, η διαφορετικότητα, η ανάγκη αναζήτησης ταυτότητας – ειδικά για έναν καλλιτέχνη, και το πλέγμα που βρίσκεται ανάμεσα στην τέχνη και την εξουσία, οπότε είναι ένα μικτό έργο.
Σκηνοθετικά πού θέλατε να εστιάσετε;
Ουσιαστικά το κέντρο της σκηνοθεσίας είναι αυτό ακριβώς το “παιχνίδι” του να ξαναφηγηθούμε την ιστορία μέσα από μια άλλη οπτική γωνία, το οποίο δεν έχει να κάνει με την αυθεντικότητα της ιστορίας, αλλά περισσότερο με την καλλιτεχνική ελευθερία. Δηλαδή είναι ένα παιχνίδι αφήγησης που παίζει ανάμεσα στο ότι το κοινό παρακολουθεί πραγματικά μια ρεαλιστική παράσταση να συμβαίνει μπροστά του, ταυτόχρονα όμως ο κεντρικός ρόλος μπαινοβγαίνει από την ιστορία και ουσιαστικά συνομιλεί με το κοινό σα να θέλει στην πραγματικότητα να πει ότι “και αυτό που βλέπετε μπροστά σας είναι μια παράσταση στο θέατρο”. Σπάει δηλαδή τον τέταρτο τοίχο ανάμεσα στο κοινό και την παράσταση.
Τι είναι αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον στο ρόλο σας;
Είναι ένας ρόλος που έχει τα πάντα. Έχει τα στοιχεία του μεγαλοφυή καλλιτέχνη, του ανήσυχου πνεύματος, έχει όλο αυτό το αισθησιακό κομμάτι που βάζει ο συγγραφέας, όπου στην πραγματικότητα είναι ένας άνθρωπος ο οποίος βιώνει την απόλυτη ερωτική ελευθερία και όλο αυτό το πράγμα τον φέρνει σε σύγκρουση με την καριέρα του και σε εξαιρετικά κρίσιμα διλήμματα που πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην επιβίωση και την αγάπη. Eίναι ένας πολυσύνθετος και πολύχρωμος ρόλος.
Βλέπετε τον εαυτό σας ανάμεσα σε αυτές τις πτυχές;
Στην πραγματικότητα πάντοτε οι ηθοποιοί βρίσκουμε έναν τρόπο να βάζουμε τον εαυτό μας μέσα στους ρόλους που παίζουμε, γιατί οφείλουμε να ξεκινάμε και από κάτι προσωπικό, ώστε να έχει αυθεντικότητα η ερμηνεία μας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κι ένας ρόλος με τον οποίο βλέπω όντως ομοιότητες σε καλλιτεχνικό, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο γιατί πολύ συχνά στον κόσμο της τέχνης και της ζωής βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ δυνατά διλήμματα. Βρισκόμαστε να “πατάμε” με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και το άλλο στη φαντασία. Οπότε υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία με ενώνουν με το ρόλο. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι και το ενδιαφέρον πάντα σε ένα ρόλο, υπήρχαν και πολλά πράγματα τα οποία ήταν αρκετά μακριά. Στο κομμάτι που ο συγγραφέας έχει κρατήσει ως ιστορικό δεδομένο, μιλάμε για μια προσωπικότητα ενός τεράστιου καλλιτέχνη. Ο Μποτιτσέλι δεν ήταν ένας από μας, ήταν μια τεράστια προσωπικότητα. Επίσης είναι συναρπαστικό το πώς κανείς με τη φαντασία του σε ένα τέτοιο ρόλο προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει εκείνη η εποχή. Υπάρχει πάλι μια πανδημία που έχει ξεσπάσει, μια τεράστια κοινωνική ανισότητα, οι άνθρωποι πέθαιναν πολύ νέοι, και όλο αυτό είναι ένα επίσης πολύ γοητευτικό στοιχείο.
Δεδομένου ότι και στο παρελθόν έχετε παίξει σε παραστάσεις που σκηνοθετείτε, πόσο εύκολο είναι να βρίσκονται σε ισορροπία αυτές οι δύο ιδιότητες και να μην συγκρούονται;
Είναι δύσκολο. Στις άλλες περιπτώσεις που το έχω κάνει ο ρόλος ήταν πιο περιορισμένος, δηλαδή μπορούσα να έχω μια πολύ καλύτερη εποπτεία του υλικού. Σε αυτή την παράσταση ήταν απαραίτητο από την αρχή να υπάρχει ένα σκηνοθετικό μάτι “απ’ έξω”, και γι’ αυτό ευτυχώς υπάρχει και η Μιχαέλα Αντωνίου. Ο τρόπος που δούλεψα ήταν διπλός. Ουσιαστικά εγώ δούλεψα τα σενάρια και τις γραμμές όλων των χαρακτήρων, ταυτόχρονα όμως γινόταν η επαλήθευση αυτών των σεναρίων σκηνικά από τη Μιχαέλα Αντωνίου και μετά είχαμε έναν δημιουργικό διάλογο. Αυτό το οποίο ήταν τρομακτικό, περισσότερο από όλες τις άλλες φορές είναι ότι ποτέ δεν έχω δει την παράσταση (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι όντας μέσα στην παράσταση και σε όλες τις σκηνές, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε ακόμα κι αν ήμουν μόνο ηθοποιός, έχεις την αίσθηση της παράστασης σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μπορεί να μην έχεις το “όλον” αλλά τον κραδασμό με τη συναισθηματική σου νοημοσύνη και τα σημεία της παράστασης τα συγκρατείς. Σε όλο αυτό θα πω ότι είναι σχιζοφρενικό, το ότι ακόμα και σε στιγμές που είμαι 100% μέσα στο ρόλο μου πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω τα πάντα. Από το φωτιστή μέχρι το κοινό. Αλλά νομίζω ότι εξοικειώνεσαι με αυτό και πιστεύω ότι εγώ το είχα πάντα. Πάντα δυσκολευόμουν να διαλέξω ανάμεσα στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία.
Είναι γεγονός ότι σε αυτή τη δουλεία δένεστε σε μεγάλο βαθμό με αυτό που κάνετε. Σε τελικό στάδιο πόσο σημασία έχει για σας η ανταπόκριση του κοινού;
Σε γενικό επίπεδο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η ανταπόκριση είναι πολύ θετική και δεν εννοώ μόνο τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά το γενικότερο feedback που έχω πάρει από την παράσταση. Πάντα όμως μια αρνητική κριτική φυσικά και με επηρεάζει προσωπικά. Βέβαια εξαρτάται από ποιον γίνεται αυτή η κριτική. Αν πραγματικά είναι από κάποιον που εκτιμώ ιδιαίτερα ή αν είναι από το κοινό πραγματικά θα με επηρεάσει. Αν είναι στοχευμένη και υποκύπτει μια σκοπιμότητα, ίσως να επηρεάσει λιγότερο. Αλλά καλώς ή κακώς είναι στη φύση της δουλειάς μας. Αλίμονο αν δεν είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις συναισθηματικά και τη μη αποδοχή του έργου σου.
Ποια είδη σας γοητεύουν περισσότερο;
Είναι ένα θέμα το οποίο έχει καταντήσει αστείο στις συζητήσεις μου με κάποιους μόνιμους συνεργάτες. Κάθε χρόνο ψάχνω μια κωμωδία και πάντα κάνω ένα δράμα. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο συνδεδεμένος με τα δραματικά έργα. Εκεί πάντοτε αναζητώ έκφραση και θεματολογία. Παρόλο που μ’ αρέσει η κωμωδία, ειδικά και σαν θεατή.
Ασχολείστε με τη διδασκαλία. Για τι πιστεύετε ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένος κάποιος που ξεκινάει τώρα ως ηθοποιός;
Νομίζω ότι κάποιος που θέλει να γίνει ηθοποιός πρέπει να έχει απαιτήσεις από τις σπουδές του, να είναι πάρα πολύ δοσμένος κατά τη διάρκεια αυτών των σπουδών και να είναι συνειδητοποιημένος ή συνειδητοποιημένη ότι είναι αυτό που πραγματικά θέλει να κάνει. Ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Αν δεν είναι η απάντηση “ναι” σε αυτό, η συμβουλή μου θα ήταν να μην ασχοληθεί με την υποκριτική αν δεν είναι μια απόλυτη επιλογή. Είναι κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο, συνεχώς απαιτεί πράγματα, δεν έχει καμία επαγγελματική εξασφάλιση και δεν είναι ακριβώς επάγγελμα. Έχει πλευρές ενός κανονικού επαγγέλματος, αλλά για μένα είναι μια “αποστολή”. Μια φράση που είδα τελευταία σε μια σειρά από έναν χαρακτήρα έλεγε ότι “ο καλλιτέχνης είναι κάτι ανάμεσα στο μοναχό και τον τρελό” και μου άρεσε πολύ. Γιατί όντως θέλει αυτή την αφοσίωση και την “τρέλα”.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο για το μέλλον;
Θα ολοκληρώσουμε τις παραστάσεις την Κυριακή των Βαΐων. Υπάρχουν κάποια σχέδια να επαναλάβω μια παράσταση που είχε βασιστεί στο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη “Το νούμερο 31328” που είχε ανέβει στο Καστελλόριζο με αφορμή την Μικρασιατική Καταστροφή. Και για τη νέα χρονιά σχεδιάζουμε ένα από τα τελευταία έργα του Μάρτιν Κριμπ το “Οι άνδρες ξαγρυπνούν”.