Connect with us

Κοινωνία

Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δήμου Χαλανδρίου τίμησε τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή

Published

on

Με μια εκδήλωση μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, άνοιξε ο πρώτος κύκλος διαλέξεων του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Δήμου Χαλανδρίου.

Μέσα σε δυόμιση ώρες, οι εισηγητές διέτρεξαν την εξέλιξη των προσφυγικών συνοικισμών στην Ελλάδα και το Χαλάνδρι και περιέγραψαν το αποτύπωμα των προσφύγων σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, και ειδικά στους αγώνες για την ελευθερία στα χρόνια της Κατοχής, αλλά και σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες των νεότερων χρόνων. Τη σημασία της διατήρησης της ιστορικής μνήμης υπογράμμισε στη σύντομη παρέμβασή του ο δήμαρχος Χαλανδρίου Σίμος Ρούσσος, σημειώνοντας ότι «ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει».

Η ενδιαφέρουσα εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή έγινε διαδικτυακά στις 4 Μαΐου 2022, με εισηγητές τον καθηγητή του Εθνικού Μετσόβειου Χαλανδρίου, Νίκο Μπελαβίλα, που αναφέρθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς ανά την επικράτεια, και την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Νάση Σιαφάκα, που επικεντρώθηκε στον παλιό και το νέο προσφυγικό συνοικισμό στο Χαλάνδρι. Σύντομο χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο δήμαρχος Χαλανδρίου Σίμος Ρούσσος, ενώ ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η παρέμβαση στη συζήτηση του τέως προέδρου του Συλλόγου Μικρασιατών Χαλανδρίου «Ρίζες», Νίκου Καραμπουρνιώτη, πρόσφυγα 3ης γενιάς.

 

Προσφυγικές πολυκατοικίες στη Νέα Κοκκινιά (Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

 

«Το μεγαλύτερο οικιστικό πρόγραμμα του ελληνικού κράτους»

Σε μια συμπυκνωμένη και πλήρως τεκμηριωμένη με αρχειακό υλικό εισήγηση, ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Νίκος Μπελαβίλας ξεδίπλωσε την εξέλιξη των προσφυγικών οικισμών στην Ελλάδα, από τα πρώτα στρατόπεδα με τις παράγκες και τις σκηνές, έως το πρόγραμμα των «Γερμανικών» παραπηγμάτων, το σχεδιασμό των μόνιμων, κυρίως διώροφων κτιρίων, και τις χαρακτηριστικές μοντερνιστικές προσφυγικές πολυκατοικίες, μετά το 1932.

«Η προσφυγική λαίλαπα δεν άρχισε το ’22 αλλά πολύ νωρίτερα. Στην πρώτη δεκαετία του ‘20 αιώνα, πολλά χρόνια πριν την πυρπόληση της Σμύρνης, καράβια ξέβραζαν τους πρώτους πρόσφυγες από την Αρμενία και  τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στο λιμάνι του Πειραιά. Στην ευρύτερη βαλκανική χερσόνησο, σε όλη τη Μικρασία και τον Καύκασο, στις παρευξείνιες ακτές της επαναστατημένης Ρωσίας,  εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν λόγω των εθνοκαθάρσεων και των επάλληλων πολέμων που διήρκεσαν περισσότερο από 30 χρόνια.

 

Εθελοντές επισκευάζουν την οδό Καρελλά, Δεκαετία ‘40. (ΟΠΙΔΗΧ, αρχείο Όλγας Στεφανίδου)

 

»Η κορύφωση του προσφυγικού κύματος το 1922-1928 άλλαξε την κοινωνική γεωγραφία των ελληνικών πόλεων. Στον αγροτικό χώρο, στις περιοχές των κάμπων της Μακεδονίας και Θεσσαλίας ή σε χωριά της Κρήτης όπου άλλοτε κυριαρχούσε το μουσουλμανικό στοιχείο εγκαταστάθηκαν χριστιανικοί πληθυσμοί, διωγμένοι από τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στις μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη οι περιφέρειες τους εποικίστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες διπλασιάζοντας τα οικιστικά μεγέθη. Οι νέες προσφυγικές συνοικίες αναδιαμόρφωσαν και σφράγισαν την ταυτότητα των ελληνικών πόλεων», σημείωσε μεταξύ άλλων ο καθηγητής Νίκος Μπελαβίλας.
Ο ίδιος τόνισε ότι «επρόκειτο για μεγαλύτερο οικιστικό πρόγραμμα που υπήρξε ποτέ στο ελληνικό κράτος. Το αποτύπωμα του βρίσκεται ακόμη και σήμερα ζωντανό ανάμεσά μας».

Το βέβαιο είναι ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι προσφυγικοί οικισμοί ανά την Ελλάδα, αντιμετωπίστηκαν εχθρικά, όπως επισήμανε ο Νίκος Μπελαβίλας: «Ομάδες μηχανικών, γιατρών, οικονομολόγων μαζί με διεθνείς οργανώσεις ήσαν αυτές που σήκωσαν το βάρος της οργάνωσης της κατοίκησης, της περίθαλψης και της οικοδόμησης. Έλληνες, Αμερικάνοι, Γάλλοι, Γερμανοί επιστήμονες, γυναίκες και άνδρες εργάστηκαν ως τις παραμονές του Β’ ΠΠ μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης αλλά και μία κοινωνία, της “παλαιάς Ελλάδας” στην πλειοψηφία της εχθρική, κάποιες φορές και επιθετική απέναντι στους προσφυγικούς οικισμούς».

 

Παλαιός και νέος προσφυγικός συνοικισμός στο Χαλάνδρι

Οι μαρτυρίες των απογόνων Μικρασιατών προσφύγων στο Χαλάνδρι, που έχει συλλέξει η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας του Δήμου Χαλανδρίου (ΟΠΙΔΗΧ), αποτέλεσαν τον κορμό της εισήγησης της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νάσης Σιαφάκας, που επικεντρώθηκε στον παλαιό και τον νέο προσφυγικό συνοικισμό στην πόλη.

 

«Δίδυμο» προσφυγικό σπίτι στην Οδό Καρελλά. (ΟΠΙΔΗΧ, 2018)

 

 

«Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, στα νέα όρια του Ελληνικού κράτους-έθνους, συγκεντρώνονται οι πρόσφυγες, καθώς και η αστική τάξη, με αποτέλεσμα τον κοινωνικό μετασχηματισμό με βαθιά επίδραση στη διαμόρφωση δομών και θεσμών. Για τους λόγους αυτούς, το 1922 θεωρείται τομή για την ιστορία του Ελληνικού έθνους και μάλιστα από ορισμένους αναφέρεται και ως το σημείο μηδέν». Το προσφυγικό ωστόσο για την Ελλάδα έχει ξεκινήσει και εξελίσσεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί και των Ελλήνων», τόνισε η Νάση Σιαφάκα και σημείωσε μεταξύ άλλων:

Στο Χαλάνδρι, μετά από προσωπικές επώδυνες διαδρομές, έφτασαν οι πρώτες λίγες οικογένειες προσφύγων, μεταξύ 1914 -1918 και εγκαταστάθηκαν σε παράνομες παράγκες, που έστησαν πρόχειρα μόνοι τους, στην οδό Αμοργού, στην περιοχή απέναντι από τον σταθμό του τραίνου (σημερινή Βιβλιοθήκη Μίμη Βασιλόπουλου επί της οδού Παπανικολή). Ο Νίκος Καραμπουρνιώτης, αφηγείται: “Ο Παλιός Συνοικισμός ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1914 από κάποιους Μελιώτες,…” “….Το ’18 άρχισε να γίνεται σιγά σιγά μια ψιλοκοινωνία με 150-170 άτομα…”

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, έφτασαν αρκετοί στο Χαλάνδρι στην ίδια περιοχή, στις ίδιες άθλιες συνθήκες. Υποδομές δεν υπήρχαν, τα τρόφιμα λιγοστά. Ο πρώτος ή «παλιός» προσφυγικός συνοικισμός, οργανώθηκε από την ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) το 1926-27, σε χώρο που περικλειόταν, κατά προσέγγιση, από τις σημερινές οδούς Βασιλέως Γεωργίου, 25ης Μαρτίου, Παπανικολή, την Αγία Άννα, με κέντρο τις οδούς Καλογρέζης, Παπαρηγοπούλου και Σουρή. Η περιοχή αυτή ιδιοκτησιακά ανήκε στη Μονή Πεντέλης και ήταν δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό του τραίνου, που συνέδεε την Αθήνα με το Λαύριο. Εκεί στεγάστηκαν τελικά οι 140-150 –πολυμελείς, κατά τεκμήριο, προσφυγικές οικογένειες, οι οποίες μετά από διαφορετικές διαδρομές, περιπετειώδεις και συχνά τραυματικές, κατέφυγαν και στο -μικρό τότε πληθυσμιακά- Χαλάνδρι των 1.346 κατοίκων το 1907, το οποίο, μετά και την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων, έφτασε τους 6.882, σύμφωνα με την απογραφή του 1928.

Ήταν ένας πρόχειρος καταυλισμός, που αποτελούνταν από επτά σειρές ξύλινων παραπηγμάτων, τα οποία προοριζόταν για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων. Οι πρόσφυγες παρέμειναν εκεί για δέκα περίπου χρόνια, σε πραγματικά άθλιες συνθήκες, μέσα σε λασπόνερα, χωρίς στοιχειώδεις παροχές και κανόνες υγιεινής. Πολλοί αφηγητές μας, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σ’ αυτά τα παραπήγματα, είχαν να μας πουν πολλά για το μοναδικό δωμάτιο, τις κοινές τουαλέτες και την ύδρευση, τα λασπόνερα. Εκεί οργάνωσαν τη ζωή τους. Δούλεψαν όπου έβρισκαν, άνοιξαν μαγαζάκια, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά… «….είχε το μαγαζί που ‘φτιαχνε παπούτσια ο πατέρας μας… Στον Παλιό Συνοικισμό, στην Παπαρρηγοπούλου. Εκεί γνωριστήκανε με τη μάνα μου… παντρευτήκανε εδώ και κάνανε τρία κορίτσια. Αλλά κι ο πατέρας μας δεν έζησε πολλά χρόνια…», αφηγείται η Όλγα Στεφανίδου, που γεννήθηκε εκεί το 1932, με τη βοήθεια της Και κυρά μαμής.

 

Νέος Συνοικισμός

Το 1936-37 περίπου 80 οικογένειες μεταφέρθηκαν στον Νέο Συνοικισμό. Ορισμένες οικογένειες παρέμειναν στον Παλιό Συνοικισμό, που ρυμοτομήθηκε και χωρίστηκαν οικόπεδα, τα οποία μοιράστηκαν με κλήρωση. Η τελευταία παράγκα απομακρύνθηκε, επισήμως, το 1952. Όμως σύμφωνα με μαρτυρίες αφηγητών μας, παράγκες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του ‘60. Στη δεκαετία του ‘30, με ενέργειες του υπουργείου Προνοίας, απαλλοτριώθηκε και ρυμοτομήθηκε μια μεγάλη έκταση δίπλα στη Λ. Κηφισίας και γύρω από το ρέμα ή ποταμό Καλαμά όπως ονομάζεται. Η περιοχή ονομαζόταν «Τζανεριά». Εκεί δημιουργήθηκε ο νέος προσφυγικός συνοικισμός με επίσημη ονομασία «Προσφυγικός συνοικισμός 4ης Αυγούστου», η οποία περιέπεσε στη λήθη. Εκεί χτίστηκαν και αποδόθηκαν το 1936-37 –σε περίπου 90 οικογένειες προσφύγων, που μεταφέρθηκαν από τον Παλιό συνοικισμό- πέτρινα σπίτια με δύο δωμάτια και τουαλέτα στην αυλή ή οικόπεδα, τα οποία τα έχτισαν μόνοι τους. Φυσικά τα πλήρωσαν με δόσεις. Στην αυλή ανοίγουν πηγάδι και βρίσκουν νερό σε μικρό βάθος. Το δίκτυο νερού και το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασαν στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Το χειμώνα η Ρεματιά πλημμύριζε και οι καταστροφές στα υπόγεια ήταν συχνές. Οι γύρω δρόμοι σχεδόν αδιάβατοι και στην ουσία τον χειμώνα η περιοχή ήταν αποκομμένη από το υπόλοιπο Χαλάνδρι. Υπήρχε μια μικρή ξύλινη γέφυρα στην Μ. Ασίας. Γέφυρα στην οδό Σολωμού και στην Κύπρου δεν υπήρχε. Τα παιδιά πήγαιναν στο 1ο Δημοτικό, στο κέντρο του Χαλανδρίου, ή στο Γυμνάσιο, στην Πλατεία Δούρου, περνώντας από το μοναδικό ξύλινο γεφύρι, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή οδό Γυφτοπούλου (Μεσολογγίου).

 

 

Η δεκαετία του ‘40

Μόλις τρία χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στον Νέο Συνοικισμό… ήρθε ο πόλεμος. Η δεκαετία του ‘40. Οι πρόσφυγες, σχεδόν στο σύνολό τους, βίωσαν ακραία φτώχια. Όμως αντιστάθηκαν, μέχρι που έστρωναν δρόμους εθελοντικά… Η γειτονιά γέμισε μαγαζιά, περίπτερα, καφενεία…

Στη διάρκεια της εσωτερικής μετανάστευσης, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αρκετοί «εσωτερικοί» πρόσφυγες αγόρασαν οικόπεδα στο συνοικισμό και στην ευρύτερη περιοχή του Ν. Χαλανδρίου. Το ίδιο διάστημα αρκετές οικογένειες προσφύγων αποφάσισαν να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές και για να ξεφύγουν από το «στίγμα» του «πρόσφυγα».

Μετά τη δεκαετία του ‘50, η κατάσταση στον προσφυγικό συνοικισμό φαίνεται σταδιακά να βελτιώνεται. Τα παιδιά φοιτούν πλέον κανονικά στα σχολεία της πόλης. Σήμερα, οι τρίτης γενιάς Μικρασιάτες πρόσφυγες είναι περήφανοι / περήφανες για την καταγωγή τους και με αφορμή τα 100 χρόνια, έχουν να μας πουν και να μας μάθουν πολλά, μέσα από τις δράσεις των συνδέσμων τους.

 

 

Σίμος Ρούσσος: «Λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει»

Στην αξία της συνειδητής επιλογής να διατηρηθεί ζωντανή η ιστορική μνήμη, ειδικά του προσφυγικού στοιχείου που καθόρισε την ιστορία της πόλης του Χαλανδρίου, στάθηκε στον σύντομο χαιρετισμό του ο δήμαρχος Σίμος Ρούσσος.
«Το γεγονός ότι αυτός ο πρώτος κύκλος διαλέξεων του Ελεύθερου Πανεπιστημίου άνοιξε με την εκδήλωση – αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Ήταν μια συνειδητή επιλογή, γιατί ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Γι’ αυτό ακριβώς το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δήμου Χαλανδρίου, άνοιξε τις πύλες του με μια εκδήλωση που κρατά άσβεστη τη μνήμη ενός γεγονότος που σημάδεψε το ελληνικό κράτος και διαμόρφωσε την πόλη του Χαλανδρίου. Το Χαλάνδρι των 1.346 κατοίκων του 1907, έγινε η πόλη των 6.882, μετά την απογραφή του 1928, χάρη στην έλευση των προσφύγων. Οι Μικρασιάτες καθόρισαν την κοινωνική ζωή της πόλης μας, καθόρισαν τη μορφή της σε όλα τα επίπεδα. Το αποτύπωμά τους στον αγώνα για την Ελευθερία στα χρόνια της Κατοχής είναι ανεξίτηλο, όπως και η συνεισφορά τους σε όλους τους δημοκρατικούς αγώνες των νεότερων χρόνων», είπε ο Σίμος Ρούσσος.

 

Το «ευχαριστώ» του Συλλόγου Μικρασιατών «Ρίζες»

Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η παρέμβαση στη συζήτηση του τέως προέδρου του Συλλόγου των Μικρασιατών & Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου «Ρίζες», Νίκου Καραμπουρνιώτη, που μετέφερε στο ακροατήριο, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, τον δύσκολο αγώνα των Μικρασιατών προγόνων του για επιβίωση, σε ένα περιβάλλον που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν αρνητικό. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην προσπάθεια που κάνει ο Σύλλογος «Ρίζες» για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, ενώ ευχαρίστησε εκ μέρους όλων των Μικρασιατών τον Δήμο Χαλανδρίου, ο οποίος πρώτος απ’ όλους ύψωσε στο δημαρχείο της πόλης τη σημαία της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος για το Έτος Μνήμης Προσφυγικού Ελληνισμού.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ