Άγίου Δημητρίου
«Ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια πολιτική ζωή», της Μαρίας Ανδρούτσου
Άρθρο της Μαρίας Ανδρούτσου, Δημάρχου Αγίου Δημητρίου στο Χ-τύπο με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας
Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η 8η Μάρτη οφείλει να είναι – πέρα από συμβολική ημέρα τιμής – μια ημέρα αναστοχασμού και επαναπροσδιορισμού των αιτημάτων και των διεκδικήσεων των γυναικών. Μια ημέρα αμφισβήτησης των μεγαλεπίβολων δηλώσεων και αποδόμησης των αδύναμων πολιτικών ισότητας.
Ως γυναίκα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως μια από τις μόνο τρεις γυναίκες Δημάρχους της Αττικής επιλέγω να επισημάνω στην ισχνή συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια πολιτική ζωή, η οποία χωρίς αμφισβήτηση στην Ελλάδα, είναι ξεκάθαρα ανδρική υπόθεση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση να μην αποτελεί εξαίρεση. Εξάλλου, τα στατιστικά στοιχεία του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας από τις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019, που αφορούν στη διάσταση του φύλου μόνο αποκαρδιωτικά μπορούν να χαρακτηριστούν. Ενδεικτικά:
- Οι γυναίκες υποψήφιες δήμαρχοι ήταν μόλις 180, ποσοστό μόλις 11%, ενώ οι άνδρες υποψήφιοι δήμαρχοι 1.455, ποσοστό 88%. Η συμμετοχή των γυναικών για το αξίωμα της δημάρχου ήταν μηδενική σε 199 από τους 332 Δήμους της χώρας, ποσοστό 60%.
- Το 50% των υποψήφιων δημάρχων ήταν γυναίκες σε μόλις 2 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας.
- Στο σύνολο των 332 δήμων εκλέχθηκαν 19 γυναίκες δήμαρχοι, ποσοστό 5,7% και 313 άνδρες δήμαρχοι, ποσοστό 94,3%.
- Στο σύνολο των 7.565 υποψήφιων περιφερειακών συμβούλων, οι 3.182 ήταν γυναίκες, ποσοστό 42,1% και οι 4.383 άνδρες, ποσοστό 57,9%, ενώ ο αριθμός των υποψήφιων περιφερειαρχών ανέρχεται σε 12 για τις γυναίκες (11,8%) και 90 για τους άνδρες (88,2%).
- Στις 13 Περιφέρειες της χώρας εξελέγη 1 γυναίκα περιφερειάρχης και 12 άνδρες περιφερειάρχες.
Ενώ στην Αττική αυτή τη στιγμή, στο σύνολο των 66 Δήμων, είμαστε εκλεγμένες μόλις 3 γυναίκες Δήμαρχοι!
Η διαμορφωμένη σήμερα κατάσταση στα ζητήματα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική και τα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά και γενικότερα ισότητας των φύλων, είναι μία πραγματικότητα που τη γνωρίζουμε όλες και όλοι. Στη χώρα μας, η συμμετοχή των γυναικών στα κοινά και η αφοσίωση σε αυτό είναι δύσκολη υπόθεση. Η ισχνή πρόοδος σε ουσιαστικά και αποτελεσματικά προγράμματα και πολιτικές για την εναρμόνιση της οικογενειακής και με την επαγγελματική ζωή αποτελεί ένα από τα κυριότερα αναχώματα της ενθάρρυνσης των γυναικών για πολιτική δράση και συμμετοχή.
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη, από τη μία τους πολλαπλούς ρόλους τους οποίους καλούνται να επιτελέσουν οι γυναίκες σήμερα και τις καθημερινές τους υποχρεώσεις (που συνοψίζονται στα: εργασία, μέριμνα παιδιών και άλλων μελών της οικογένειας, οικιακή απλήρωτη εργασία) και τις διαχρονικές στερεοτυπικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας, από την άλλη, αντιλαμβανόμαστε πως οι νέες εργαζόμενες γυναίκες και μητέρες πολύ δύσκολα θα ασχοληθούν με την πολιτική δράση, τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο.
Οι γυναίκες αντιλαμβάνονται τα στερεότυπα που υπάρχουν. Οι συνθήκες της σημερινής εποχής όμως, μιας εποχής διαδοχικών και αλληλοδιαπλεκόμενων μεταξύ τους κρίσεων, τους επιβάλλουν, πολλές φορές με ακραίο τρόπο, να επιβιώνουν με αυτούς τους ποικίλους ρόλους, και άρα να κάνουν εκπτώσεις σε αυτά που διεκδικούν σε θέματα ισότητας γενικότερα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αναλαμβάνουν να στηρίξουν την οικογένεια (και πολλές φορές την κοινωνία την ίδια), δεν περιμένουν την εξέλιξη και την κατάργηση των στερεοτύπων ώστε να μοιραστούν οι ευθύνες που αυτή συνεπάγεται. Τρανταχτό παράδειγμα ο καίριος ρόλος των γυναικών στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής εν μέσω πανδημίας, τόσο μέσα από την επαγγελματική τους ενασχόληση (αφού οι υπηρεσίες φροντίδας, υγείας και παροχής υπηρεσιών, κλάδοι σχεδόν γυναικοκρατούμενοι, κράτησαν όρθια την κοινωνία στην πανδημική κρίση) αλλά και μέσα από την ιδιωτική τους ζωή, όπου ο υποχρεωτικός εγκλεισμός της καραντίνας αύξησε τις οικογενειακές υποχρεώσεις, πολλές φορές με ακραίες συνέπειες (όπως η ενδοιοικογενειακή βία η οποία την περίοδο της πανδημίας αυξήθηκε κατακόρυφα παντού στον κόσμο, χωρίς η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση).
Σήμερα στη χώρα μας, είναι ελάχιστες οι πρωτοβουλίες από την Πολιτεία για τη διαμόρφωση πολιτικών και θετικών δράσεων που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, και αυτές αφορούν κυρίως στα θέματα της ποσόστωσης και όχι τόσο της ουσιαστικής ενδυνάμωσης και υποστήριξης. Γι’ αυτό και η Ελλάδα κατέχει και τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στα θέματα συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική.
Οι γυναίκες όμως έχουν σαφή συμφέροντα τα οποία θα πρέπει να εκπροσωπούνται μέσα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αλλά επίσης και γνωρίσματα που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της πολιτικής ζωής, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. και θα πρέπει να αποκλείονται πολιτικά λόγω των συνθηκών (όπως οι κρίσεις) ή λόγω των στερεοτυπικών αντιλήψεων που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία. Γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως τα συμφέροντά τους είναι σχεδόν απίθανο να εκπροσωπηθούν αν δεν συμμετέχουν ενεργά και με παρουσία στην πολιτική σκηνή και αυτή η υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική σημαίνει ότι σημαντικοί τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας είναι πιθανόν να αποκλείονται από τον πολιτικό διάλογο.
Η παραπάνω εννοιολόγησή μου δεν υποστηρίζει ότι όλες οι γυναίκες μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα ή ότι η αύξηση της εκπροσώπησης και συμμετοχής των γυναικών αναγκαστικά θα ωφελήσει όλες τις γυναίκες ή θα σημαίνει αυτομάτως θετικές δράσεις για τις διαχρονικές αξιώσεις των γυναικών. Όμως είναι σαφές για μένα, πως όλα τα συμφέροντα και όλες οι διεκδικήσεις έχουν έμφυλη διάσταση, επομένως αυτή η μετάβαση προς την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών είναι σίγουρο πως θα παράγει πιο ισορροπημένες, πιο δίκαιες πολιτικές και αποφάσεις και προσωπικά θεωρώ πως είναι μονόδρομος.