Πολιτισμός
Ο Πάνος Ιωαννίδης στο Χ-τύπο: “Βρίσκω τη μαγεία στα πολύ μικρά πράγματα”
Ένα κλασικό έργο μέσα από τη ματιά ενός πρωτοπόρου σκηνοθέτη
Μια ξεχωριστή εκδοχή του «Βυσσινόκηπου» του Α. Τσεχοφ με τίτλο “Life” έχει την ευκαιρία να απολαύσει το θεατρόφιλο κοινό για πρώτη φορά στην “καρδιά” της Αθήνας και συγκεκριμένα στο Θέατρο Νους. Η παράσταση αποτελεί μια δημιουργία της ομάδας KATO και προϊόν σκηνοθεσίας ενός ανατρεπτικού και πολλά υποσχόμενου καλλιτέχνη.
Ο Πάνος Ιωαννίδης μας συστήνεται για πρώτη φορά και μας εισάγει στα βαθύτερα… νερά της παράστασης μιλώντας μας αποκλειστικά για την έμπνευση του από το κλασικό αριστούργημα του Τσέχωφ, τους ρόλους και τους συμβολισμούς που αποτυπώνονται επί σκηνής θέτοντας στους θεατές τα βασικότερα ερωτήματα προς αναζήτηση.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το θεάτρο;
Από πολύ μικρός, και συγκεκριμένα όταν ήμουν Α’ Λυκείου, είχα πάει σε μια παράσταση με μια καθηγήτριά μου και είδαμε το “… και Ιουλιέττα” του Άκη Δήμου, με τη Λυδία Φωτοπούλου που ήταν τότε στα πρώτα της βήματα και τη στιγμή που βγήκα από το θέατρο της είπα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Οπότε με το που τελείωσα τη σχολή άρχισα να σπουδάζω και να… τρέχω!
Η υποκριτική και η σκηνοθεσία λειτουργούσαν πάντα παράλληλα για εσάς;
Όλως περιέργως εγώ σπούδασα ηθοποιός, αλλά το πρώτο εξάμηνο στη σχολή δούλεψα ως βοηθός σκηνοθέτη. Δηλαδή πάντα πήγαιναν παράλληλα, αλλά η σκηνοθεσία μου αρέσει περισσότερο, διότι μου αρέσει να κινώ τα νήματα! Και γενικά θεωρώ τον εαυτό μου καλύτερο ως σκηνοθέτη απ’ ότι σαν ηθοποιό. Είναι πιο δημιουργικό, έχει περισσότερη αδρεναλίνη. Επίσης ένας λόγος είναι ότι δεν μπορώ την επανάληψη.
Τώρα δουλεύετε με την ομάδα ΚΑΤΟ…
Ναι εγώ μετά από κάποια χρόνια και για κάποιους προσωπικούς λόγους έφυγα από τη Θεσσαλονίκη και πήγα στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ίδρυσα το δικό μου θέατρο. Από τον Οκτώβρη και μετά έχω μετακομίσει στην Αθήνα και πλέον όλες μας οι παραστάσεις γίνονται εδώ.
Ποια είναι η μέχρι στιγμής ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση “Life”;
Μέχρι στιγμής είναι πολύ θετική. Το περίεργο είναι ότι όντως είναι κάτι πολύ διαφορετικό σαν σχεδίασμα πάνω στον “Βυσσινόκηπο”, αλλά απ΄όλους τους ανθρώπους ακούς πολύ ωραίες παρατηρήσεις. Αντιλαμβάνονται πράγματα που ούτε εγώ τα σκεφτόμουν, ούτε οι ηθοποιοί όταν το δημιουργούσαμε και το πιο ωραίο από όλα που ακούω είναι ότι φεύγουν “ζεστοί” και ήρεμοι.
Ποια στοιχεία έχετε κρατήσει από το έργο του Τσέχωφ, πώς το έχετε εξελίξει;
Από το έργο του Τσέχωφ έχω κρατήσει για αρχή τους χαρακτήρες, δηλαδή όλοι είναι όλοι οι χαρακτήρες πάνω στη σκηνή του έργου, αλλά μαζί με τον ηθοποιό. Δηλαδή συνομιλεί ο ρόλος με τον ηθοποιό σε όλη τη διάρκεια του έργου. Δεν αποτυπώνεται το έργο σαν έργο αλλά οι ιδέες των ρόλων. Γι’ αυτό και άλλωστε το ονομάσαμε “Life”, είναι το ιδεόγραμμα της ζωής. Είναι η ιδέα του “Βυσσινόκηπου” και όχι ο “Βυσσινόκηπος”.
Τι ερωτήματα θέτει η παράσταση;
Τα κυριότερα: ο έρωτας και ο θάνατος. Το έργο έχει πολλές διακυμάνσεις και παίζει πολύ ανάμεσα στην κωμωδία και στην τραγωδία. Δηλαδή στις πιο κωμικές σκηνές ο κόσμος συγκινείται, και στις πιο τραγικές γελάει.
Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας στον οποίο βλέπετε τον εαυτό σας;
Η αλήθεια είναι ότι είμαι σε κάθε παράσταση εκεί και βιώνω τον κάθε ρόλο. Κάθε ρόλος είναι μέσα μου. Αυτό νομίζω ήταν και η μαγεία του Τσέχωφ σε αυτό το έργο, επειδή ακριβώς ήταν ένα έργο που έγραψε λίγο πριν πεθάνει, νομίζω ότι έπιασε όλη την ηλικιακή βάση ενός ανθρώπου και όλες τις ανησυχίες ενός ανθρώπου και τις διαμοίρασε μέσα σε πολλούς ρόλους, αλλά είναι ένας άνθρωπος. Για μένα είναι ένα πράγμα ο “Βυσσινόκηπος”, δεν είναι πολλοί ρόλοι, είναι ένας ρόλος στην ουσία.
Παρατηρούμε ότι και στις φωτογραφίες της παράστασης αλλά και στα σκηνικά χρησιμοποιείτε πολύ το μπλε χρώμα. Συμβολίζει κάτι;
Το σκηνικό μας είναι πάρα πολύ απλό, ένα τραπέζι, δέκα καρέκλες, άμμος και το μπλε των κοστουμιών. Είναι αυτό ακριβώς που έλεγε και ο Καζαντζάκης, ότι ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο επικρατεί το φωτεινό διάστημα, έτσι και εμείς ανάμεσα στη γη και τον ουρανό έχουμε βάλει τον άνθρωπο και τον ηθοποιό. Δηλαδή ο “Βυσσινόκηπος” τα δέντρα του, είναι οι ίδιοι ηθοποιοί, οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι ρόλοι, δεν είναι ένας Βυσσινόκηπος ρεαλιστικός που εκεί παίζεται η διαμάχη. Και μάλιστα το έργο ξεκινάει με τον “Κρίσα” που του έχουμε δώσει ρόλο που είναι ο χαμένος γιος της Λιούμπα, όπου λέει “τι άλλο μπορεί να προκάλεσε αυτή τη διαμάχη πέρα από το θάνατό μου”, που για μένα είναι πολύ σημαντικό γιατί νομίζω ότι αυτό που έχουμε χάσει σαν άνθρωποι και διεκδικούμε μέσα στη ζωή να βρούμε, αυτό που λέμε ευτυχία, είναι αυτή η παιδικότητα. Αυτό το παιδί που σκοτώνουμε μέρα τη μέρα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, για να μπορέσουμε να πάμε παρακάτω, για να μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς να ζούμε τελικά, και για μένα είναι και το ίδιο το θέατρο.
Υπάρχει ο ρόλος ή το έργο των ονείρων σας;
Είναι το “Λεωφορείον ο Πόθος”. Συνδέομαι πάρα πολύ ιδιαίτερα με αυτούς τους χαρακτήρες όπως είναι η Λιούμπα στον “Βυσσινόκηπο”, η Μήδεια, η Μπλανς κ.α. Παρόλο που είμαι άντρας, οι γυναικείοι χαρακτήρες με αγγίζουν πολύ περισσότερο σαν ψυχοσύνθεση και σαν δυναμισμός και μου αρέσει παρ’ όλα αυτά να τους αντιμετωπίζω πολύ διαφορετικά από ότι μας έχει αφήσει το κατεστημένο να τους ακολουθούμε. Δηλαδή για μένα η Λιούμπα δεν είναι μία τρελή της υψηλής τάξης που δεν ξέρει τι να κάνει τα λεφτά της και τα σκορπάει, είναι μία γυναίκα που ψάχνει μανιωδώς την αγάπη και είναι η αγάπη αυτό το δηλώνει και το όνομά της, όπως και η Μπλανς στο “Λεωφορείον ο Πόθος”, θέλει μαγεία, όχι γιατί είναι μία περίεργη που απλά θέλει μαγεία, αλλά γιατί θέλει να ζήσει σε ένα άλλο περιβάλλον χωρίς αυτό της σκληρής πραγματικότητας και της βίας που βιώνει γενικά.
Εσείς τη μαγεία πού την βρίσκετε;
Στα πολύ μικρά πράγματα. Στο ηλιοβασίλεμα, στον πρωινό καφέ, στην ωραία παρέα, στον έρωτα, στο διάβασμα, στο θέατρο. Αλλά εκεί που είμαι ευτυχισμένος είναι η σκηνή. Ας είμαι σε ένα θεατρικό χώρο και ας μην κάνω τίποτα άλλο στη ζωή μου.
Ποια είναι τα πλάνα σας για το μέλλον;
Γενικά είμαστε τώρα σε μία κατάσταση αναζήτησης, αν θέλουμε να πάμε για καλοκαίρι αν θέλουμε ή να πάμε για χειμώνα. Εγώ ετοιμάζω το “Κοντραμπάσο”, μια διασκευή του έργου του Ζίσκιντ που θέλω να το αναμείξω λίγο με τον “Ρωμαίο και Ιουλιέττα” του Σαίξπηρ. Κάνω ένα σχεδίασμα ακόμα, στο οποίο εγώ θα παίζω, δεν θα σκηνοθετώ.