Αφιερώματα
Μεγάλο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία από το Λ. Χριστοδούλου: Δημ. Γούναρης, Πρωθυπουργός: 25 Μαρτίου 1921-3 Μαΐου 1922
Η συνέχεια του μεγάλου αφιερώματος στη Μικρά Ασία που μπορείτε να βρείτε κάθε εβδομάδα με τον Χ-τύπο από τον Πρόεδρο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Νέας Ιωνίας και της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, Λουκά Χριστοδούλου
Ύστερα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Νικ. Καλογερόπουλου στις 25 Μαρτίου 1921, σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Δημ Γούναρη, αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, κύριο εκπρόσωπο της αντιβενιζελικής παράταξης, ο οποίος διατήρησε και το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Στον διπλωματικό τομέα η κυβέρνηση Δημ. Γούναρη ξεκίνησε νέο κύκλο επαφών με τις μεγάλες δυνάμεις, χωρίς όμως κάποια σχετική επιτυχία.
Προς τόνωση του ηθικού των στρατευμάτων στη Μ. Ασία και λόγω του αδιεξόδου να βρεθεί διπλωματική λύση στο Μικρασιατικό, ο Δημ. Γούναρης μαζί με τον Βασιλιά Κων/νο επισκέφθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη ενώ παράλληλα ενίσχυσε το στρατό με καινούρια αυτοκίνητα. Η φιλοδοξία του να ξεπεράσει σε φήμη τον Ελ. Βενιζέλο τον οδήγησε να αναχωρήσει με πλοίο στις 29 Μαΐου 1921, (29 Μαΐου 1453 έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης) μαζί με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο για τη Σμύρνη και τη Μ. Ασία με σκοπό να εξουδετερώσει στρατιωτικά τους Τούρκους και να τους περιορίσει στα βάθη της Ασίας.
Το κλίμα δυσφορίας που είχε αρχίσει να δημιουργείται στο λαό, κυρίως λόγω της μη τήρησης των υποσχέσεων περί απόσυρσης των ελληνικών στρατευμάτων, είχε αρχίσει να μεταδίδεται και στους στρατιώτες. Ο στρατός από 100.000 τον Νοέμβριο του 1920 έφτασε τις 220.000 στα μέσα του 1921.
Παρά ταύτα, αποφασίστηκε η ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Το εμπόλεμο καλοκαίρι του 1921, ξεκινάει:
Η πρώτη φάση για την εξουδετέρωση του Κεμάλ πασά διήρκεσε από 25 Ιουνίου έως 12 Ιουλίου 1921 και είχε ως αποτέλεσμα νικηφόρες μάχες στη Κιουτάχεια και το Εσκί-Σεχίρ, αλλά με σημαντικές απώλειες.
Ο ανταποκριτής Χ. Νικολόπουλος της «Καθημερινής» γράφει στις 18/7/1921: «….Ο επενεχθείς κλονισμός εις τον εχθρόν υπήρξε θετικώς ισχυρός. Επί τη βάσει των μέχρι της στιγμής αναφορών των Σωμάτων Στρατού προς την Στρατιάν, 40 πυροβόλα άθικτα περιήλθον εις χείρας μας, δηλαδή το 1/3 της εις πυροβολικόν δυνάμεως αυτού, πλην των προηγηθεισών απωλειών..
Αύτη υπήρξεν «επιτελικώς και στρατηγικώς» η διαρρεύσασα δεκαήμερη πρώτη περίοδος του πολέμου. Πολέμου κατά τον οποίον ό,τι είχε να αντιτάξη, ουχί απλώς η Κεμαλική οργάνωσις, αλλά η Τουρκία όλη, παρέταξε κατά της επιστρατευθείσης Ελλάδος. Εις διάστημα δέκα ημερών, διενύθησαν υπό του στρατού ημών εν μάχαις 350-400 χιλιόμετρα εδάφους, εν πολλοίς ωχυρομένου γενικώς δε αγρίου εις σύνθεσιν φυσικής διασκευής.
Περιήλθον εις την κατοχήν ημών, ολόκληρον το σιδηροδρομικόν δίκτυον της Μικράς Ασίας μετά των μεγαλειτέρων του κέντρων.
Επηνέχθησαν εις τον εχθρόν τοσούτον σοβαραί απώλειαι εις πυροβόλα, υλικόν, άνδρας, ώστε-ασχέτως προς τον πολιτικόν όλεθρον ον συνεπάγεται ο στρατιωτικός του τοιούτος-είνε ζήτημα εάν εις το μέλλον δύναται να διεξάγη σοβαράν επιχείρησιν..».
Παρ’ όλα τα προαναφερθέντα, ο εχθρός δεν είχε ηττηθεί, γεγονός που ενημερώνει με αναφορά της η Στρατιά Μ. Ασίας τον πρωθυπουργό Δημ. Γούναρη στην Αθήνα, που τον αναγκάζει να επιστρέψει πάλι στη Μ. Ασία, και να προκαλέσει σύσκεψη στη Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου 1921. Παραβρίσκονται εκτός του Πρωθυπουργού, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας, ο υπουργός Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκης, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Β. Δούσμανης, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός του Επιτελείου Στρατιάς Κ. Πάλλης και Πτ. Σαρηγιάννης αντίστοιχα.
Το μεγάλο ερώτημα που τέθηκε ήταν: Αν μπορούσε ο στρατός να προβεί στη συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων σε ένα δεύτερο κύκλο επιχειρήσεων, με κατεύθυνση την Άγκυρα.
«Πάντες συνεφώνησαν ότι τούτο δύναται να επιτευχθή κατά το μάλλον ή ήττον πλήρες πάντως όμως επαρκές εκ της συνεχίσεως διώξεως εχθρού φθανούσης το πολύ μέχρις Αγκύρας και Άλυος ποταμού. Επιχείρησις αύτη απαιτήσει 20 μέχρι 40 ημέρας…Κατόπιν τούτου απεφασίσθη ομοφώνως συνέχισις επιχειρήσεως».
Συμφώνησαν διαφωνούντες. Γιατί σε συζητήσεις πριν και μετά την εν λόγω σύσκεψη υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ανωτάτων αξιωματούχων αν θα εστέφετο με επιτυχία μια προέλαση του στρατού προς τον Σαγγάριο ποταμό.
Όπως γράφει η Μαριάννα Χριστοπούλου:
Έτσι λήφθηκε η απόφαση για το φιλόδοξο σχέδιο της προέλασης των ελληνικών σωμάτων προς την Άγκυρα για την συντριβή του Κεμάλ και την επάνοδο στη γραμμή του Εσκί Σεχίρ, αφού πρώτα καταστρεφόνταν οι σιδηροδρομικές γραμμές. Τις δύο περιοχές χώριζαν περίπου 300 χιλ., η άξενη Αλμυρά Έρημος και ο δύσβατος Σαγγάριος ποταμός. Το κόστος ήταν μεγάλο, η απόσταση από τα κέντρα εφοδιασμού τεράστια, οι αντοχές του στρατεύματος σε οριακό επίπεδο. Λίγες ημέρες μετά τη διάσκεψη στην Κιουτάχεια, ο Δ. Γούναρης και ο Ν. Θεοτόκης αναχώρησαν για την Αθήνα.
Όταν το όχημα που επέβαιναν πέρασε από της εγκαταστάσεις της 9ης Μεραρχίας, οι άνδρες αντί να ζητωκραυγάζουν υπέρ της πολιτικής αρχής και της νίκης, άρχισαν να φωνάζουν «Απόλυσιν, Απόλυσιν».
Έτσι ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την πορεία προς την Άγκυρα την 1η Αυγούστου 1921.