Αφιερώματα
Μεγάλο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία από το Λ. Χριστοδούλου: Το Κίνημα «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ 1922»
Η συνέχεια του μεγάλου αφιερώματος στη Μικρά Ασία που μπορείτε να βρείτε κάθε εβδομάδα με τον Χ-τύπο από τον Πρόεδρο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Νέας Ιωνίας και της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, Λουκά Χριστοδούλου
Και ενώ οι πρόσφυγες στην προκυμαία της Σμύρνης αγωνίζονται να βρουν πλεούμενα για να απομακρυνθούν απ’ αυτήν, η διαταγή του Νουρεντίν πασά, στρατιωτικού διοικητή της Σμύρνης, «φέρτε πλοία να τους πάρετε», δείχνει ξεκάθαρα ότι ήθελαν να ξεριζώσουν τα πάντα που είχαν να κάνουν με την Ελλάδα. Και τα κατάφεραν. Έκαψαν τα σπίτια τους, έκλεψαν τις περιουσίες τους, βίασαν ασελγώντας σωματικά και ηθικά, ενώ χιλιάδες άνδρες έμειναν για πάντα θαμμένοι σε αφιλόξενη γη. Κάποιοι, μετά από περιπέτειες, κατόρθωσαν να γλυτώσουν από τα τάγματα εργασίας, τα «αμελέ ταμπουρού», να έλθουν στην Ελλάδα για να συναντήσουν ξανά τις οικογένειές τους ή όσους απέμειναν απ’ αυτές.
Η υπ’ αριθ. 5 διαταγή του Νουρεντίν πασά, στις 16 Σεπτεμβρίου 1922, ήταν η εξής:
Α. Όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου, οι ευρισκόμενοι εις τα απελευθερωθέντα εδάφη από τον στρατόν μας, καθώς και οι Έλληνες και Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τον ελληνικόν στρατόν εις τα παράλια προς επιβίβασιν και εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατασχέτου καταδιώξεώς του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα. Θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των, διότι έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της Πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις τον εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωρία και διέπραξαν ανηκούστας ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και δια να μην προσέλθουν εάν αφεθούν ελεύθεροι, να ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν.
Β. Όλοι εκείνοι τους οποίους δεν αφορά το πρώτον άρθρον και γενικώς όλαι αι σμυρνέϊκαι οικογένειαι ή Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες, δύνανται να μεταναστεύσουν μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου. Όσοι, παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, δεν θα έχουν εγκαταλείψει την χώραν και θα κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφαλείας του στρατού και της δημοσίας τάξεως θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης.
Γ. Επειδή η Μεγάλη Εθνοσυνέλευσις έλαβε μέτρα δια την εκκαθάρισιν από τα λείψανα του ελληνικού στρατού και εκμηδένησιν των καταστρεπτικών οργανώσεων του εχθρού, όλοι οι κάτοικοι άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκείας οφείλουν να επιστρέψουν εις τας εστίας των και επαναλάβουν τας ειρηνικάς εργασίας των.
Μετά την παραπάνω διαταγή όσοι άνδρες προσπαθούν να διαφύγουν από την Σμύρνη, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στα «τάγματα εργασίας-αμελέ ταμπουρού». Αρκετοί απ’ αυτούς σφαγιάστηκαν τις επόμενες μέρες. Οι υπόλοιποι εξολοθρεύθηκαν από κακουχίες, ασιτία, επιδημίες κλπ. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τραγικές, αφού παρουσίαζαν υψηλότατη θνησιμότητα ακόμα και συγκριτικά με τις μονάδες που βρίσκονταν στο μέτωπο. Υπολογίζεται ότι η μέση διάρκεια ζωής στα εν λόγω τάγματα, ήταν 2 μήνες. Οι συλληφθέντες κυμαίνονταν μεταξύ 130.000-150.000 άτομα. Από τους εν λόγω αμάχους που συνελήφθησαν από τους Τούρκους όλοι σχεδόν εξοντώθηκαν.
Βέβαια όσα διαδραματίζονται στη πόλη της Σμύρνης, λαμβάνουν χώρα και στα προάστεια της, όπου υπάρχει χριστιανικό στοιχείο αλλά κυρίως Έλληνες και Αρμένιοι: Μερσινλή, Χαλκά Μπουνάρ, Αγία Τριάδα, Πετρωτά, Κορδελιό, Μπουτζάς, Μπαϊρακλί, Μπουρνόβας πνίγονται στο αίμα και τον όλεθρο. Πτώματα κείτονται μέσα στα σπίτια και στους δρόμους. Φρίκη!
Και ο Μουσταφά Κεμάλ; Μετά την είσοδό του στη Σμύρνη, εγκαθίσταται στο Κορδελιό-σε κτίριο, όπου διέμενε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος όταν βρίσκονταν στην Σμύρνη το 1921-και διοργανώνει δεξίωση βλέποντας την Σμύρνη να πυρπολείται…
Ο Αμερικανός πρόξενος της Αμερικής στη Σμύρνη, Τζώρτζ Χόρτον, σημειώνει:
Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρνην. Η κατάστασις αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Έχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης-γυναίκες, άνδρες και παιδιά- κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία δια να φύγουν..
Αλλά ας δούμε, τι γίνεται στην Ελλάδα…
Οι περισσότεροι ελληνικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί οπισθοχωρώντας από τα εδάφη της Μ. Ασίας, βρίσκονται στη Λέσβο και τη Χίο και τότε αντιδρούν-επαναστατούν! Ήδη από τις 28 Αυγούστου 1922 έχει παραιτηθεί η κυβέρνηση Πετρ. Πρωτοπαπαδάκη υπό το βάρος των ευθυνών της, και έχει αναλάβει η κυβέρνηση του Νικ. Τριανταφυλλάκου, με υπόδειξη του Βασιλιά Κωνσταντίνου.
Έτσι στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε το Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού, σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή από τους πρωτεργάτες της, τους συνταγματάρχες Νικ. Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου, Στυλ. Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημ. Φωκά, ως εκπρόσωπο του ναυτικού. Η ήττα του στρατού στη Σμύρνη και η καταστροφή του ελληνικού στοιχείου στην Μ. Ασία είχαν συγκλονίσει το Πανελλήνιο και είχαν προκαλέσει τη γενική κατακραυγή εναντίον των υπευθύνων.
Την επομένη, 12 Σεπτεμβρίου 1922, τα επαναστατημένα στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε εμπορικά πλοία και με τη συνοδεία πολεμικών ξεκίνησαν για το Λαύριο. Πριν ακόμη το αποβατικό σώμα φτάσει στην Αττική, στρατιωτικό αεροπλάνο έριξε στην πρωτεύουσα προκηρύξεις της Επαναστατικής Επιτροπής με τις οποίες οι Κινηματίες ζητούσαν την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του διαδόχου του, τη διάλυση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, το σχηματισμό πολιτικά αχρωμάτιστης κυβέρνησης, που θα είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ, την άμεση ενίσχυση του Θρακικού μετώπου και την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 τα πλοία με το στρατό έφτασαν στο Λαύριο και τα επαναστατημένα στρατεύματα κατευθύνθηκαν στην Αθήνα, όπου ο Αθηναϊκός λαός τους υποδέχθηκε με ζητωκραυγές. Την επομένη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και αναχώρησε για την Ιταλία (όπου και πέθανε μετά λίγους μήνες) και Βασιλιάς ανακηρύχτηκε ο γιος του Γεώργιος Β΄.
Στις 16 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Σωτ. Κροκιδά, την εξουσία όμως είχε ουσιαστικά η Επαναστατική Επιτροπή (αρχηγός της ήταν ο Νικ. Πλαστήρας), που ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στον Ελευθ. Βενιζέλο.