Connect with us

Impact

Η απολυταρχία του «ορθόδοξου» φεμινισμού και η άρνηση της πολυφωνίας

Published

on

 


Χριστίνα Κατωπόδη

Σε έναν κόσμο όπου οι φωνές για την ισότητα και την ελευθερία διαρκώς αντηχούν, παρατηρούμε μια ενδιαφέρουσα – και κάποιες φορές ανησυχητική – τάση στην φεμινιστική κοινότητα. Κάποιες γυναίκες, που υπερασπίζονται μια στενά καθορισμένη προσέγγιση του κινήματος, φαίνεται να απαιτούν μια μονοδιάστατη αντίληψη για το τι σημαίνει «γυναικεία απελευθέρωση». Για αυτές, η ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει διαφορετική εκδοχή του φεμινισμού εκτός από τη δική τους προκαλεί έντονη αντίδραση. Στην πραγματικότητα, η θέση τους δεν είναι απλώς μια διαφωνία, αλλά μια επιβολή της «ορθόδοξης» αλήθειας τους, προτάσσοντας τη μονοφωνία και τη λευκή-μαύρη διάκριση απέναντι σε έναν κόσμο γεμάτο αποχρώσεις.

Αυτή η τάση προς την καθολικότητα των απόψεων, η οποία επιδιώκει να αποκλείσει από τη συζήτηση κάθε αντίθετη φωνή, δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία των κινημάτων. Αντιθέτως, θυμίζει τις πιο σκοτεινές πλευρές της απολυταρχίας, όπου μια «αληθινή» αλήθεια επιβάλλεται σε όλους, χωρίς χώρο για αμφισβήτηση. Η απόλυτη αυτή πεποίθηση ότι μόνο μια συγκεκριμένη, προκαθορισμένη οπτική για το φεμινισμό είναι αποδεκτή και όλοι οι υπόλοιποι είναι είτε θύματα «πλύσης εγκεφάλου» από την πατριαρχία είτε απλώς «λανθασμένοι», υπονομεύει την ίδια την έννοια της υποκειμενικότητας.

Η γυναίκα ως υποκείμενο είναι τόσο πολυδιάστατη όσο και η ίδια η κοινωνία στην οποία ζει. Η υποκειμενικότητά της δεν μπορεί να είναι περιορισμένη σε ένα στενό σύνολο κανόνων και προτύπων. Η πολιτική του «όλα ή τίποτα», του «σωστού ή λάθους», δημιουργεί ένα πλαίσιο αυστηρών ορίων που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της ποικιλίας των εμπειριών που διαμορφώνουν τη γυναικεία ύπαρξη. Είναι αυτές οι πολλαπλές φωνές, αυτές οι αντιφάσεις και τα διαφορετικά βιώματα που πραγματικά ενδυναμώνουν το κίνημα και του επιτρέπουν να εξελίσσεται.

Είναι, λοιπόν, εύκολο να παρασυρθούμε από την τάση του εξαναγκασμού για συμμόρφωση. Η κοινωνία των μέσων ενημέρωσης και το διαδίκτυο δημιουργούν έναν χώρο όπου η πίεση για «κανονικοποίηση» κάθε άποψης είναι εντονότερη από ποτέ. Οι φωνές που τολμούν να αμφισβητήσουν τη βασική «γραμμή» συχνά στιγματίζονται, αν όχι εξοστρακίζονται, από το ίδιο το κίνημα το οποίο θα έπρεπε να σέβεται και να αγκαλιάζει τη διαφορά. Είναι ανησυχητικό, ωστόσο, όταν το «cancel culture» μετατρέπεται σε εργαλείο για την εξάλειψη της διαφορετικής σκέψης εντός του φεμινιστικού πεδίου.

Γιατί, όταν απορρίπτουμε την πολυφωνία και τη διαφωνία ως επικίνδυνες, στην πραγματικότητα στερούμαστε το δικαίωμα να δούμε τις δυναμικές της πατριαρχίας από διαφορετικές οπτικές γωνίες και να διαμορφώσουμε έναν περισσότερο ρεαλιστικό και πολυσχιδή αγώνα για την ισότητα. Εν τέλει, η μάχη για την πραγματική απελευθέρωση δεν είναι μια μάχη για την επιβολή μιας «σωστής» αλήθειας, αλλά για την αποδοχή της πολυπλοκότητας της γυναικείας εμπειρίας και της διαφορετικότητας των φωνών που την εκπροσωπούν.

Επομένως, το να προσπαθούμε να επιβάλλουμε μια μονοδιάστατη ερμηνεία του φεμινιστικού αγώνα είναι μια άσκηση εξουσίας που οδηγεί σε έναν αποκλεισμό και μια καταπίεση από εκείνους που υποτίθεται ότι μάχονται για την ελευθερία. Αντί να καταδικάζουμε όσες φωνές διαφωνούν με τη «δοκιμασμένη» αφήγηση, θα ήταν προτιμότερο να εξετάσουμε την πολυπλοκότητα των ιδεών και να ενισχύσουμε τη συζήτηση που αποδέχεται τις διαφορετικές εμπειρίες και απόψεις, κάνοντάς την πιο πλούσια και πιο ισχυρή.

Ας ανοίξουμε λοιπόν τη συζήτηση, αντί να την κλείσουμε με αυταρχικές νοοτροπίες που περιορίζουν τη δυνατότητα για εξέλιξη.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ