Αφιερώματα
Μεγάλο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία από το Λ. Χριστοδούλου: Οι πρώτες ημέρες του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη (Β’ Μέρος)
Η συνέχεια του μεγάλου αφιερώματος στη Μικρά Ασία που μπορείτε να βρείτε κάθε εβδομάδα με τον Χ-τύπο από τον Πρόεδρο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. Νέας Ιωνίας και της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, Λουκά Χριστοδούλου
…Αλλά ας προσεγγίσουμε τη θέση που θα είχε ο Αρ. Στεργιάδης στη Σμύρνη, μέσα από το τηλεγράφημα αρ. 4384/11.5.1919 που έστειλε από το Παρίσι ο Ελ. Βενιζέλος στο Υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να διαβιβαστεί στον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Εμμ. Ρέπουλη:
Κύριος Στεργιάδης θα μεταβή εις Σμύρνην ως ύπατος αρμοστής. Αλλά κατά τας πρώτας ημέρας θα εμφανισθή υπό τον τίτλο πολιτικού συμβούλου του διοικητού του στρατού της κατοχής, έχων απέναντι του τελευταίου όλον το αναγκαίον κύρος ως προκύπτει εκ των προς τούτον οδηγιών μου, ας ανακοίνωσα προχθές. Την εξουσίαν του θα αρύεται ο κ. Στεργιάδης εκ του γεγονότος της στρατιωτικής κατοχής εχθρικής χώρας. Η στρατιωτική κατοχή επιτρέπει ν’ ασκή όλον τον αναγκαίον έλεγχον επί της διοικήσεως και να έχη εις χείρας του την αστυνομίαν. Κατεύθυνσιν εις την ενέργειαν του δεν έχω ανάγκην να του δώσω. Γνωρίζει πως να συμπεριληφθεί δια να κερδίση την προς την Ελλάδα εμπιστοσύνην των διαφόρων στοιχείων άτινα αποτελούσι τον πληθυσμόν της Σμύρνης, ιδιαιτέρως Μουσουλμάνους, ισραηλίτας και ευρωπαίους. Όλοι αυτοί αποβλέπουν μετά δυσπιστίας προς την επικειμένην Ελληνικήν διοίκησιν. Υπέρτατον ημών συμφέρον είναι να τους πείσωμεν ότι πλανώνται και ότι δύνανται μετ’ εμπιστοσύνης να απεκδέχονται από την Ελληνικήν διοίκησιν την προαγωγήν των οικονομικών και ηθικών συμφερόντων των. Η γνώμη αυτών δύναται να ενισχύση μεγάλως την αίτησίν μας όπως εκτός του μέρους του βιλαετίου όπερ πρόκειται να μας παραχωρηθή κατά πλήρην κυριαρχίαν, δοθή ημίν εντολή προς διοίκησιν και του υπολοίπου Βιλαετίου ίνα μη διασπασθή η οικονομική αυτού αρτιότητα επί μεγάλη βλάβη Σμύρνης. Πιστεύω ότι αι Ευρωπαϊκαί παροικίαι αίτινες αντέδρασαν μέχρι σήμερον και των διεκδικήσεών μας άμα πεισθώσι ότι εγκαθιστάμεθα οριστικώς εις Σμύρνην θα γίνουν άριστοι σύμμαχοι ημών όπως επιτύχουν την επέκτασιν του παραχωρηθησομένου ημίν εδάφους και ο κ. Στεργιάδης δύναται να ωθήση αυτούς εις σχετικάς εκδηλώσεις.
Ο Αριστ. Στεργιάδης ήταν πολιτικός φίλος του Ελ. Βενιζέλου και ίσως ο μοναδικός που γνώριζε το εγχείρημα της απόβασης του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τις επιπτώσεις και τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε μετά την άφιξή του στη Σμύρνη. Και γι’ αυτό ήταν επιφυλακτικός αλλά δεν ήθελε να είναι αντίθετος σε αυτό το εθνικό τόλμημα.
Μάλιστα παρά το γεγονός, ότι τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου τόσο προς την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία όσο και προς τον ίδιο τον Στεργιάδη, δίνουν επακριβείς οδηγίες σχετικά με τα καθήκοντά του και τις οδηγίες του, ο Ύπατος Αρμοστής δεν διορίστηκε τον Μάϊο του 1919, παρά τον Ιανουάριο του 1920, οπότε και πήρε και τον τίτλο του Υπουργού άνευ Χαρτοφυλακίου. Μέχρι τον επίσημο διορισμό του συνέχισε να παίρνει τον μισθό του Γενικού Διοικητού Ηπείρου με μια προσαύξηση 5.000 δρχ. για έξοδα παράστασης, όπως επίσης και να υπογράφει νόμους και υπουργικές αποφάσεις σχετικές με την Ήπειρο.
Ο Αριστ. Στεργιάδης, ερχόμενος στη Σμύρνη, στις 8 Μαΐου 1919, δεν έχει καθόλου εύκολο ρόλο. Έπρεπε να δημιουργήσει μία «μικρή πολυεθνική κυβέρνηση» προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πολύπλοκα προβλήματα που υπήρχαν αφενός και πολλά που δημιουργήθηκαν αφετέρου με την έλευση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη και τις νέες πολιτικές συγκυρίες.
Σε βοήθειά του με εντολή του Ελ. Βενιζέλου, προσέτρεξαν στελέχη διαφόρων υπουργείων και της Εθνικής Τράπεζας προκειμένου να στελεχώσουν τις διάφορες υπηρεσίες της Ύπατης Αρμοστείας που δημιουργήθηκαν και είχε μεταξύ άλλων τα τμήματα: Γενικής Γραμματείας, Δημοσίας Ασφάλειας, Δικαστικού, Εσωτερικών και Αντιπροσωπειών. Αντιπροσωπείες (με επικεφαλής αντιπρόσωπο) ήταν επί μέρους ελληνικές διοικήσεις που δημιουργήθηκαν στις μεγάλες πόλεις της Μ. Ασίας (και ήταν υπό ελληνική στρατιωτική διοίκηση) αναφερόμενες κατευθείαν στον Ύπατο Αρμοστή Αριστ. Στεργιάδη. Αυτές ήταν: Κυδωνιών, Περγάμου, Κασαμπά, Θείρων, Αϊδινίου, Βρυούλλων, Κρήνης, Οδεμησίου, Μαινεμένης, Καράβουρνα, Βαϊνδηρίου, Αξαρίου, Ν. Φώκαιας, Νυμφαίου, Σόμα, Αδραμυτίου, Ουσάκ, Σαλιχλί, Αρτάκης, Δεμερτζή, Δορυλαίου, Φιλαδέλφειας, Ναζλί, Μιχαήλιτσ–Κρεμαστής, Μήζας, Εζινέ, Αφιόν Καραχισάρ και Βάλιας.
Η πόλη και το λιμάνι της Σμύρνης το 1919, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου (τα άλλα ήταν: Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Πειραιάς και Μασσαλία) χωρισμένη σε 5 συνοικίες–κοινότητες (Ελληνική, Τουρκική, Αρμενική, Εβραϊκή και Λεβαντίνικη). Η συμβίωση των διαφόρων εθνοτήτων δεν ήταν πάντοτε αρμονική και χωρίς προβλήματα. Όλα όμως ξεπερνιόνταν στο πνεύμα αμοιβαίων υποχωρήσεων και στο νόμο του κέρδους.
Η κάθε κοινότητα–μειονότητα είχε τα δικά της νοσοκομεία, ταχυδρομεία, τράπεζες, σχολεία, εκκλησίες, ιδρύματα αλλά ήταν πάντα υπό τη διοικητική και στρατιωτική επιτήρηση των Τούρκων. Η Τουρκική στρατιωτική δύναμη είχε την έδρα της στους Μεγάλους Στρατώνες στη προκυμαία της Σμύρνης. Οι Έλληνες που ζούσαν στην Ανατολία όπως και στη Σμύρνη ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι αλλά Τούρκοι υπήκοοι.
Σε απογραφή των κατοίκων της Σμύρνης και των περιχώρων της που πραγματοποίησε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Σμύρνη το 1920 βρέθηκαν 416.494 εκ των οποίων ήταν: 243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 51.872 Λεβαντίνοι, 16.450 Εβραίοι, 7.628 Αρμένιοι και 415 Βούλγαροι.