Αθλητισμός
Ολυμπιακοί Αγώνες: Σενάριο μόνιμης επιστροφής στην Ελλάδα
Ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 2004 έχουν μείνει στη μνήμη όλων, εντός κι εκτός Ελλάδας.
Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί επρόκειτο για μια εκ των κορυφαίων διοργανώσεων στην Ιστορία, αλλά ήταν αναμφισβήτητα η πλέον συναισθηματική, καθώς οι Αγώνες επέστρεψαν στο σπίτι τους.
Είναι δε χαρακτηριστικό πως όλο και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για μόνιμη επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα από όπου όλα άρχισαν το μακρινό 1896. Ουτοπικό σενάριο ή μονόδρομος; Το σίγουρο είναι πως πρόταση για επιστροφή υπάρχει, όπως γίνονται και συζητήσεις στο παρασκήνιο. Ποια είναι τα δεδομένα;
Δεν υπάρχει ζήτηση
Δεν είναι απλό η ΔΟΕ να πάρει μια τέτοια απόφαση που είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις σε πολλές χώρες και εθνικές ολυμπιακές επιτροπές, όμως υπάρχουν και θέματα που απασχολούν την πιο ισχυρή αθλητική ομοσπονδία του κόσμου.
Πλέον, η ζήτηση των Αγώνων έχει εμφανώς… αδυνατίσει και δεν γίνεται ο… σκοτωμός που συνέβαινε παλαιότερα. Ακόμα και το 2004, πέραν της μεγάλης κόντρας Αθήνας και Ρώμης, το Μπουένος Αϊρες, η Στοκχόλμη και το Κέιπ Τάουν (Νότια Αφρική) ήταν οι άλλες πόλεις που είχαν δηλώσει υποψηφιότητα αλλά και είχαν ξοδέψει πολλά χρήματα για έναν όσο το δυνατόν πιο άρτιο φάκελο υποψηφιότητας.
Αυτά έχουν αλλάξει άρδην και η ΔΟΕ κάνει πλέον σχεδόν ανάθεση, όπως έγινε «πακέτο» με τους Αγώνες του 2024 και του 2028, με Παρίσι και Λος Αντζελες – αφού είχε γίνει η πρώτη εκδήλωση ενδιαφέροντος, βρέθηκαν μόνο αυτές οι δύο πόλεις που ήθελαν τους Αγώνες και στη συνέχεια μεταξύ τους διάλεξαν τη χρονιά που ήθελαν, με το Παρίσι να επιλέγει το 2024 και τη ΔΟΕ να κάνει για πρώτη φορά στην Ιστορία διπλή ανάθεση για 2024 και 2028. Ενώ με απευθείας ανάθεση δόθηκε και η διοργάνωση του 2032 στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας.
Σκάνδαλα
Το γόητρο της ΔΟΕ είχε «πληγεί» ανεπανόρθωτα από τις ψηφοφορίες, καθώς είχαν προκύψει τεράστια σκάνδαλα με χρηματισμό Αθανάτων προκειμένου να επηρεαστούν και να επιλέξουν συγκεκριμένες πόλεις, και αυτό σε συνδυασμό με τη μειωμένη – πλέον – διάθεση των χωρών να μπουν σε ένα μεγάλο κόστος σε δύσκολες εποχές άλλαξαν τον τρόπο ανάθεσης των Αγώνων (το Τόκιο 2020 ήταν η τελευταία διοργάνωση που είχε ψηφοφορία πόλεων).
Ήταν παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων στο Ρίο της Βραζιλίας το 2016, όταν στο Ασπεν του Κολοράντο, με συμμετοχή ηγετών και προσωπικοτήτων απ’ όλο τον κόσμο, πραγματοποιήθηκε το Φεστιβάλ Ιδεών Ασπεν.
Η γενική διευθύντρια (τότε) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ πήρε θέση ύστερα από σχετική ερώτηση και τάχθηκε υπέρ της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα!
«Νομίζω είναι μια σπουδαία ιδέα για άμεση χρήση. Ξέρετε, στον βαθμό που πρόκειται να δημιουργήσει ζήτηση, που είναι αυτό που απολύτως χρειάζεται αυτή η οικονομία, θα ήταν πολύ σπουδαίο. Το πώς θα συνδυαστεί κάτι τέτοιο με την πολυμερή και πολυεθνική ελκυστικότητα που έχουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο είναι κάτι που πρέπει να μελετηθεί», είχε πει τότε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Μάλιστα, στην τοποθέτησή της υπενθύμισε ότι ο Μαραθώνιος διεξήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες ονομάζονται έτσι εξαιτίας της Ολυμπίας, η οποία βρίσκεται στην Ελλάδα και έχει φιλοξενήσει τόσο πολλούς σπουδαίους αθλητές, ως μέρος των αρχών που είχαν οι Ελληνες, «νους υγιής εν σώματι υγιεί».
Ωστόσο, διευκρίνισε πως θα πρέπει να υπάρξει ένα καλό διοικητικό όργανο για την εποπτεία των Αγώνων ώστε να επιτευχθεί διαφάνεια και να αποφεύγονται δυσάρεστες καταστάσεις όπως συνέβη στο παρελθόν. Ολα είχαν ξεκινήσει από την αντιπρόεδρο του Ινστιτούτου Άσπεν και την υπεύθυνη για τη διοργάνωση του Φεστιβάλ Ιδεών, Κίτι Μπουν, η οποία είχε αναλύσει και το σκεπτικό της για μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα.
«Ο τρόπος με τον οποίο η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις είναι πράγματι περίπλοκος. Θα μπορούσαμε να εγκαταστήσουμε μόνιμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο σπίτι τους στην Αθήνα, ενδυναμώνοντας την οικονομία της και τον τουρισμό και προσφέροντας μια τοποθεσία περιβαλλοντικά ασφαλή – δεν χρειάζεται να χτίζουμε στάδια που θα γεμίζουν σκόνη και χόρτα –, βοηθώντας έτσι την Ελλάδα και τον κόσμο. Βρείτε μια τοποθεσία στην Ευρώπη όπου είναι νομότυπο το σπίτι των Ολυμπιακών Αγώνων», είχε πει χαρακτηριστικά η Κίτι Μπουν.
Επιστρέφοντας στο σήμερα και ασφαλώς στο πρώιμο στάδιο που γίνεται η όλη κουβέντα, έχει πέσει στο τραπέζι το εξής: να διοργανώνει η Αθήνα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, διαθέτοντας τις εγκαταστάσεις, αυτές που κατασκευάστηκαν για το 2004. Και θα υπάρχει κάθε φορά μια συνδιοργανώτρια πόλη που θα αναλαμβάνει τα λεγόμενα λειτουργικά έξοδα και θα παίρνει και εκείνη σημαντικό μερίδιο δημοσιότητας και προβολής.
Η επιστολή Καραμανλή
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πολύ νωρίτερα – από το 1976 – θέσει το θέμα με επιστολή του στον τότε πρόεδρο της ΔΟΕ, λόρδο Κιλάνιν, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Πιστεύω ότι καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τη μόνιμη διεξαγωγή των Αγώνων στην περιοχή της, εκτός από τη χώρα που γέννησε την Ολυμπιακή Ιδέα και είχε την ικανότητα να διατηρήσει το βαρύ προνόμιο τελέσεώς τους επί χίλια ολόκληρα χρόνια. Η Ελλάς, κύριε Πρόεδρε, προσφέρεται να διευκολύνει τη λύση των προβλημάτων αυτών, διαθέτοντας τον κατάλληλο χώρο, και μάλιστα στην Αρχαία Ολυμπία, για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων. Ο χώρος αυτός μπορεί να προσλάβει τον χαρακτήρα ουδέτερου εδάφους με μια διεθνή συμφωνία που θα κατοχυρώνει τα δικαιώματα στις εγκαταστάσεις, θα καθιερώνει το απαραβίαστο της περιοχής και θα αναγνωρίζει τον αποφασιστικό ρόλο της Ολυμπιακής Επιτροπής στην αθλητική αρμοδιότητά της».
Μάλιστα, ήταν η εποχή (1976, Μόντρεαλ) που είχαν αρχίσει τα μποϊκοτάζ των χωρών, τα οποία κορυφώθηκαν στους Αγώνες της Μόσχας (1980) και του Λος Αντζελες (1984), και τότε πολλοί είχαν επαναφέρει την ιδέα της μόνιμης τέλεσης των Αγώνων στην Ελλάδα.
Ο Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Γκαμπριέλε Ρομανιόλι, πριν από λίγες μέρες σε άρθρο του με τίτλο «Ας έχουμε πάντα τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα», στην πολύ γνωστή ιταλική εφημερίδα «Repubblica», ουσιαστικά έριξε και πάλι την πρόταση στο τραπέζι, ορμώμενος και από την επίσκεψή του τότε, το 2004, στην Ελλάδα για τους Αγώνες, όταν και είχε χαρακτηρίσει την ελληνική πρωτεύουσα ασυναγώνιστη σε σχέση με άλλες πόλεις στον κόσμο για τη φιλοξενία των Αγώνων.
«Προσωπικά έχω παρακολουθήσει έξι Ολυμπιακούς Αγώνες. Η τρίτη διοργάνωση (2004) ήταν στην ελληνική πρωτεύουσα. Και δεν υπάρχει σύγκριση. Αλλού επιστρατεύονται η γεωγραφία και η οικονομία, ενώ εκεί η ιστορία. Πραγματοποιήθηκαν αγώνες σε αρχαία στάδια ή κάτω από τη σκιά του Παρθενώνα. Υπήρχε εκείνη η ηχώ που δεν έφτανε, φυσικά, στις φυσαλίδες της Ατλάντα ή στα σύννεφα πάνω από το Πεκίνο. Η Αθήνα ως πρωτεύουσα και μόνιμη έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να μην αντιμετωπίσει ξανά τα οικονομικά προβλήματα που τη γονάτισαν και να γλιτώσει άλλες πόλεις και χώρες από έξοδα και απογοητεύσεις. Είμαστε σίγουροι ότι για το 2036 είναι προτιμότερος ένας αγώνας μεταξύ της Βαρσοβίας και της ινδικής πόλης Αχμενταμπάντ;», αναρωτιέται στο άρθρο του στο «Il Venerdi», το εβδομαδιαίο ένθετο περιοδικό της ιταλικής εφημερίδας, ο Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος, που έχει παρακολουθήσει έξι Ολυμπιακούς Αγώνες.
«Είναι λίγο σαν τη ρουλέτα. Γνωρίζεις εξαρχής ότι έχεις μεγάλες πιθανότητες να χάσεις, εάν πάνε όλα καλά θα βγεις από το καζίνο όπως μπήκες, λίγοι τα καταφέρνουν (και μετά προσπαθούν ξανά και χρεώνονται). Αλλά θέλεις να ποντάρεις για την αίγλη, το γούστο, τη συγκίνηση. Ετσι, πολλές πόλεις στον κόσμο δοκιμάζουν την τύχη τους στη ρουλέτα των Ολυμπιακών Αγώνων: με ενθουσιασμό, ελπίδες και την πεποίθηση ότι η δική τους μοίρα θα είναι διαφορετική. Ωστόσο τις περισσότερες φορές η κατάληξη είναι διαφορετική», επισημαίνει ο Ρομανιόλι και μνημονεύει το βιβλίο «Circus Maximus» του αμερικανού οικονομολόγου Αντριου Ζίμπαλιστ, στο οποίο αναφέρεται πως «μόνο σε επτά περιπτώσεις οι Αγώνες είχαν έναν μέτριο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία ή στην απασχόληση βραχυπρόθεσμα, αν και πολύ μικρότερο από όσο αναμενόταν. Σε δεκαέξι περιπτώσεις δεν καταγράφηκε καμιά στατιστικά σημαντική επίδραση. Σε τρεις περιπτώσεις ο αντίκτυπος ήταν αρνητικός».
Ξοδεύοντας τεράστια ποσά
Στο άρθρο του, ο Ρομανιόλι στέκεται και στο γαϊτανάκι εκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ που παιζόταν γύρω από τις υποψηφιότητες.
«Η ρουτίνα είναι η ίδια. Υπάρχει ο προκαταρκτικός γύρος στον οποίο διάφορες πόλεις ανταγωνίζονται για τον χαρακτηρισμό ξοδεύοντας τεράστια ποσά για τη δημιουργία επιτροπών, λόμπι, εκδηλώσεων, πολύ συχνά για δωροδοκίες. Τότε μένει μόνο μία, η καημένη. Και δεν ξέρει πού μπαίνει. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης δείχνει ότι μεταξύ 1960 και 2016 το πραγματικό κόστος για κάθε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν τουλάχιστον πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο από το προβλεπόμενο. Για να… ανατινάξετε στη συνέχεια στάδια, να μην επαναχρησιμοποιήσετε πισίνες, να δείτε χωριά για αθλητές να μεταμορφώνονται σε πόλεις – φαντάσματα. Γιατί αυτός ο αγώνας συνεχίζεται πριν από τον αγώνα; Οταν ο παγκόσμιος πληθυσμός ταξίδευε ελάχιστα, στις αρχές και στα μέσα του περασμένου αιώνα, θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος οι Αγώνες για να μιλήσουμε και μετά να προβάλουμε αόρατα μέρη στην τηλεόραση. Τώρα, ποιος δεν έχει πάει στο Παρίσι; Ποια είναι η εναλλακτική λύση; Σταματήστε την κλήρωση πριν οι εμίρηδες και οι σεΐχηδες αγοράσουν το… σπίτι των Ολυμπιακών Αγώνων. Και αναγνωρίστε μια μοναδική τοποθεσία, την πιο φυσική, την πρώτη και την καλύτερη: την Αθήνα».
Το 2036 το Κατάρ (που έχει συγκεντρώσει όλες τις μεγάλες διοργανώσεις, με κορυφαία πρόπερσι το Μουντιάλ του 2022, και αυτές τις μέρες φιλοξενεί το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Υγρού Στίβου) είναι έτοιμο να πάρει και το μοναδικό και σπουδαιότερο «πετράδι» της συλλογής του σε αθλητικές διοργανώσεις που του λείπει. Τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Σαουδική Αραβία (που θα πάρει και το Μουντιάλ του 2034) θα είναι πάντα διαθέσιμη.
Γι’ αυτό και οι φωνές πληθαίνουν, ώστε η Ελλάδα να είναι ο τόπος μόνιμης τέλεσης των Αγώνων, με το κόστος βέβαια (αλλά και τα μεγάλα οικονομικά κέρδη από χορηγούς, συμφωνίες και τηλεόραση) να είναι στη ΔΟΕ ή σε άλλες χώρες που θα έχουν αναλάβει τη διοργάνωση, χωρίς να χρειάζεται όμως να ξοδέψουν δεκάδες εκατομμύρια για την κατασκευή πανάκριβων εγκαταστάσεων, αφού αυτές θα είναι έτοιμες.
Ενα σενάριο που ίσως συζητηθεί πιο έντονα τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν είναι σίγουρα στα άμεσα πλάνα της ΔΟΕ.