Αφιερώματα
Μεγάλο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία από το Λ. Χριστοδούλου: “Η Σύνοδος – Συνδιάσκεψις Ειρήνης στο Παρίσι (1919)” (Β’ Μέρος)
Το Β’ μέρος του μεγάλου αφιερώματος στη Μικρά Ασία που μπορείτε να βρείτε κάθε εβδομάδα με τον Χ-τύπο από τον Πρόεδρο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. και της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, Λουκά Χριστοδούλου
Με δηλώσεις του στην εφημερίδα «Χρόνος» των Παρισίων, ο Ελ. Βενιζέλος στις 19 Ιανουαρίου 1919, παρουσιάζει τους λόγους που θα παρουσιαστεί η Ελλάδα στη Σύνοδο/Συνέδριο και σκιαγραφεί κατά πρώτον, το γενικό πολιτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στη βαλκανική χερσόνησο:
«..Προ πάντων οφείλω να σας είπω ότι η Ελλάς θα παρουσιασθή προ του Συνεδρίου της Ειρήνης με τον ειλικρινή πόθον να συντελέση, εν τω μέτρω των δυνάμεών της, εις την αποκατάστασιν παγίας καταστάσεως εν τη Ανατολή. Όσον βαθύτερον βυθίζω το βλέμμα μου εις το μέλλον, τόσο βαθυτέρα καθίσταται η πεποίθησίς μου, ότι σήμερον επιβάλλονται λύσεις λογικαί, ριζικαί, οριστικαί. Η πλήρης νίκη των συμμαχικών κρατών καθιστά τας λύσεις ταύτας ευτυχώς δυνατάς, δέον δε ουδέν ν’ αντιτίθεται πλέον εις το ν’ ακολουθούν τα πολιτικά σύνορα των κρατών όσον το δυνατόν ακριβέστερον τα όρια της εθνικής των δικαιοδοσίας».
Και συνεχίζοντας ο Ελ. Βενιζέλος, καταγράφει τον Ελληνισμό εντός και εκτός γεωγραφικών ορίων:
«Το Ελληνικόν Έθνος περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον όριον 8.250.000[1] ψυχάς εκ των οποίων μόνον οι 4.300.000 ζουν εις το ελεύθερον βασίλειον. Αι υπόλοιποι ευρίσκονται κατανεμημέναι ως εξής: 151.000 εις την Βόρειον Ήπειρον και εις την Αλβανίαν, 731.000 εις την Θράκην και εις την περιφέρειαν της Κωνσταντινουπόλεως, 43.000 εν Βουλγαρία προ των Βαλκανικών Πολέμων, 1.694.000 εν Μ. Ασία, 102.000 εις τα Δωδεκάνησα, 235.000 εις την Κύπρον και 1.000.000 τέλος διεσκορπισμένοι κυρίως εν Αιγύπτω, εις την υπόλοιπον Αφρικανικήν ήπειρον, εις την Βόρειον και Νότιον Αμερικήν, εις την Μεσημβρινήν Ρωσσίαν. Εάν δε λάβη τις υπ’ όψιν το εκατομμύριον των εν διασπορά Ελλήνων των οποίων δεν πρόκειται προφανώς να διακανονισθή η τύχη, μένουν τρία εκατομμύρια ομοεθνών μας, οι οποίοι σήμερα ζουν υπό τον ξένον ζυγόν και ποθούν να ενωθούν μετά της Μητρός Πατρίδος. Μέχρι τίνος σημείου θα ήτο δυνατόν να ικανοποιηθούν οι πόθοι των;».
Ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος.
Στη συνέχεια αναλύει την κατάσταση στη Θράκη:
«…Η Θράκη μετά της Κωνσταντινουπόλεως έχει, ως σας έλεγον προηγουμένως 731.000 περίπου ψυχών. Εξ άλλου, κατά τας τουρκικάς στατιστικάς, δεν περιλαμβάνει παρά 112.000 Βουλγάρους. Αλλά δεν είνε μόνον οι Τούρκοι οι υποστηρίζοντες την ακρίβειαν της αναλογίας ταύτης των εθνικών στοιχείων. Αυτοί ούτοι οι Βούλγαροι αναγνώρισαν τόσον καλώς τον ελληνικόν χαρακτήρα της Θράκης, ώστε όταν το 1912 παρέστη ανάγκη συνεργασίας δια τας εκλογάς, κατά του εκτουρκιστικού προγράμματος του Κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος» επήλθε συμφωνία μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, όπως ο συνασπισμός των υποστηρίξη εν Θράκη επτά υποψηφίους εναντίον ενός μόνου Βουλγάρου υποψηφίου. Η Θράκη λοιπόν δύναται να επικαλεσθή υπέρ της ενώσεώς της μετά της Ελλάδος την αρχήν των εθνοτήτων, της οποίας η ισχύς πλέον ή άπαξ διεκηρύχθη υπό του Προέδρου Ουίλσων και των Δυνάμεων της Αντάντ. Μία τοιαύτη επέκτασις των συνόρων μας θα εστέρει την Βουλγαρίαν πάσης εξόδου εις το Αιγαίον. Το οικονομικόν όμως συμφέρον της Βουλγαρίας, εις το προκείμενον ζήτημα, δεν είνε τόσον ζωτικόν, ώστε να επιβάλη εις τους Ελληνικούς πληθυσμούς να υποτάσσωνται αιωνίως εις την κυριαρχίαν του απλήστου γείτονός μας. Άλλως τε, μολονότι η Βουλγαρία έχει ήδη παράλια εις τον Εύξεινον, όστις, χάρις εις την ηγγυημένην ελευθεροπλοΐαν δια των στενών, θ’ αποβή ανοικτός και ελεύθερος, η Ελλάς θα συγκατατίθετο να παράσχη εις αυτήν εμπορικήν διέξοδον εις το Αιγαίον, ως θα συμβή και εκ μέρους άλλων χωρών.
Συνεχίζοντας αναφέρεται ειδικότερα για το καθεστώς της Κωνσταντινούπολης:
«Επεκαλέσθην υπέρ της απόψεώς μου την αρχήν των εθνοτήτων. Υπάρχουν όμως κ’ επιτακτικοί λόγοι ασφαλείας, οι οποίοι μας υποχρεώνουν να ζητήσωμεν το μέρος εκείνης της Θράκης, το οποίον αρχόμενον από της κορυφής της Κούλας και ακολουθούν τον ρουν του Άρδα μέχρι της συμβολής του τούτου εις τον Έβρον, φθάνει εις τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα του 1913. Ο υποβρύχιος πόλεμος υπήρξε σκληρόν μάθημα δι’ όλους τους Συμμάχους, Εάν οι Βούλγαροι διετήρουν την παραλίαν της Θράκης, δεν θα ηδύναντο να εγκαταστήσουν σοβαράν βάσιν υποβρυχίων εις το Πόρτο-Λαγό κ’ εκείθεν ν’ απειλούν τας συγκοινωνίας μας μεταξύ Μακεδονίας και των νήσων;
Δεν διαβλέπομεν ακόμη ποία τύχη επιφυλάσσεται εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου ο Ελληνικός πληθυσμός ισοφαρίζει σχεδόν προς πληθυσμόν τουρκικόν αποτελούμενον εν μέρει εκ δημοσίων υπαλλήλων, μεταφερθέντων εκεί. Εάν όμως πέπρωται η Κωνσταντινούπολις να μην επανέλθη εις την Ελλάδα, αλλά ν’ αποτελέση την έδραν διεθνούς Κράτους, προωρισμένου να εξασφαλίση την ελευθερίαν των Στενών, πάλιν αι εθνικαί μας αξιώσεις θα ενισχύοντο εκ του γεγονότος τούτου. Εν πάση περιπτώσει, εάν το δωδέκατον άρθρον του προγράμματος του Προέδρου Ουίλσον παραμείνει πάντα εν ισχύϊ, δεν είνε δυνατόν η Κωνσταντινούπολις να εξακολουθήση διατελούσα υπό τουρκικόν καθεστώς.
Κι αφού ο Ελ. Βενιζέλος, έχει αναλύσει τα γεγονότα και τις καταστάσεις, στη συνέχεια ξεδιπλώνει τις Ελληνικές διεκδικήσεις και αξιώσεις:
«Η τουρκική κυριαρχία θα διατηρηθή μόνον εις τας “τουρκικάς περιφερείας της σημερινής αυτοκρατορίας”, κατά την διατύπωσιν του Προέδρου της Μεγάλης Αμερικανικής Δημοκρατίας. Δυνάμει της ιδίας αρχής, δεν είνε φανερόν, ότι σημαντικαί περιφέρειαι της Μ. Ασίας δέον να προσαρτηθούν εις την Ελλάδα; Τμήμα του βιλαετίου Προύσης, το βιλαέτιον του Αϊδινίου, εξαιρέσει του σχεδόν αποκλειστικώς τουρκικού σαντζακίου του Δενιζλή, αι νήσοι, αι οποίαι αποτελούν τρόπον τινά τους φρουρούς της ακτής, ιδού τι θα ήτο δίκαιον να κατακυρωθή εις την χώραν μας. Περίπου 1.188.000 αδελφοί μας θ’ απηλευθερούντο τοιούτον τρόπως από του τουρκικού ζυγού, όστις κατά τα τέσσαρα ταύτα έτη, εβάρυνεν επ’ αυτών επαχθέστερον, παρά ποτέ. Δεν θα εισέλθω εις το κεφάλαιον των διωγμών, τους οποίους υπέστησαν οι ομοεθνείς μας. Είνε κεφάλαιον μακρόν και θλιβερόν, το οποίον δεν περιποιεί τιμήν εις τους Τουρκογερμανούς..».
Συνεχίζεται…
[1] Η εφημερίδα προφανώς έχει αριθμητικό λάθος, γιατί αντί 8.256.000 αναγράφει 8.250.000.