Πολιτισμός
Η Λουκία Παπαδάκη στο Χ-τύπο: “Στο δικό μου σύστημα αξιών ο σεβασμός είναι στην κορυφή”
Είναι γεγονός ότι η Λουκία Παπαδάκη έχει αφήσει το στίγμα της στο χώρο της ελληνικής υποκριτικής, τόσο με το ταλέντο της όσο και με την αξιοσέβαστη προσωπικότητά της.
Από τη “Λάμψη” μέχρι και τις αμέτρητες θεατρικές δουλειές της, η αγαπημένη ηθοποιός μας έχει χαρίσει αξέχαστες ερμηνευτικές στιγμές και έντονα συναισθήματα.
Την τρέχουσα σεζόν πρωταγωνιστεί στο “Φονιά” του Μήτσου Ευθυμιάδη στο θέατρο Έαρ Βικτώρια μια παράσταση που ήδη έχει αγαπηθεί πολύ από το κοινό και σε ένα ρόλο που η ίδια έχει αναφέρει πως αποτελεί πρόκληση. Σε μια εξομολόγηση εφ’ όλης της ύλης η ίδια μας μιλά για την εμπειρία της σε σχέση με το έργο, και γενικά την επιστροφή στο θέατρο μετά το lockdown, ενώ αποκαλύπτει εάν ποτέ την επηρέασε η κριτική, και εάν αντιμετώπισε ασεβείς συμπεριφορές στο χώρο.
Φέτος σας βρίσκουμε στην παράσταση “Ο Φονιάς” στο θέατρο Βικτώρια. Πώς είναι η εμπειρία μέχρι στιγμής και η αποδοχή του κοινού;
Η αποδοχή του κοινού είναι πραγματικά συγκλονιστική. Ξέραμε ότι κάναμε μια θαυμάσια δουλειά, με πάρα πολύ κόπο και μεγάλη προσπάθεια και με ιδιαίτερες πρακτικές αντιξοότητες (καιρικές συνθήκες πανδημία κλπ), αλλά ξέραμε ότι είχαμε ένα αριστούργημα στα χέρια μας κι έτσι κάναμε πάρα πολύ καλή δουλειά. Αλλά αυτή η ανταπόκριση και η έκρηξη ενθουσιασμού και θαυμασμού για τη δουλειά μας είναι πραγματικά εξαιρετική και συγκλονιστική.
Έχουμε φιλοξενήσει πρόσφατα και τον συμπρωταγωνιστή σας τον κ. Χριστοδούλου που μας μίλησε για την παράσταση. Πώς είναι συνεργασία σας με τον ίδιο και τον υπόλοιπο θίασο;
Είμαστε όλη η ομάδα πάρα πολύ συνδεδεμένοι εδώ και πολλά χρόνια. Είχαμε δουλέψει μαζί πριν χρόνια, ξέρουμε, εκτιμούμε , σεβόμαστε και θαυμάζουμε ο ένας τον άλλο οπότε αναγκαστικά δεν μπορεί να μην είναι πάρα πολύ καλή η συνεργασία. Δηλαδή ήταν και αφετηρία και στόχος του Γ. Χριστοδούλου μία τέτοια ομάδα συνδεδεμένη, αρμονική, με αγάπη, με σεβασμό. Γιατί αυτή η δουλειά δε γίνεται διαφορετικά. Και το να έχουμε τον Γιάννη Διαμαντόπουλο σκηνοθέτη είναι τεράστια τιμή, τεράστια χαρά. Εγώ προσωπικά είχα χρόνια όνειρο να δουλέψω μαζί του. Η μουσική του Διονύση Τσακνή είναι εκπληκτική. Είναι μια οντότητα από μόνη της και κάνει τεράστια πράγματα για την παράσταση. Οι φωτισμοί είναι του Σπύρου Κάρδαρη, τα σκηνικά και τα κουστούμια της Δέσποινας Βολίδη, φυσικά υπάρχει η βοήθεια κι η στήριξη της Ράνιας Μαργαρώνη και της Νταίζης Λεμπέση και γενικά όλη η οργάνωση και η συγκυρία αυτή με κάνει πολύ ευτυχισμένη.
Γενικά τι θεωρείτε ότι κάνει τόσο ξεχωριστό το ίδιο το έργο;
Το έργο είναι πραγματικά ένα αριστούργημα. Είναι από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής δραματουργίας. Δεν ανεβαίνει συχνά, για τον απλούστατο λόγο, ότι είναι πολύ δύσκολο. Ο Μήτσος Ευθυμιάδης πρέπει να έχει περάσει ατελείωτες ώρες, βδομάδες, χρόνια πάνω από την κάθε λέξη. Πραγματικά δεν ξέρω πόσο γρήγορα το έγραψε, αλλά οι λέξεις κι ο λόγος, η ροή και το κείμενο φαίνονται πολύ “βασανισμένα”. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, ούτε ένα κόμμα δεν είναι βαλμένο τυχαία. Και για εμάς η δουλειά μας είναι ο λόγος, και το πρώτο πράγμα που έχουμε είναι το κείμενο, γιατί αυτό καλούμαστε να υπηρετήσουμε και να ερμηνεύσουμε, κι αυτό είναι κι η τεράστια δυσκολία: το βάθος του κειμένου κι η ουσία των χαρακτήρων. Είναι σπουδαίο έργο.
Όσον αφορά τον ρόλο σας, τι ήταν αυτό που σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Αυτός ο ρόλος είναι αυτό που λένε “ή σε τινάζει στα αστέρια ή σε πετάει στα τάρταρα”. Δεν υπάρχει μέση λύση. Μιλώντας από το βίωμά μου δουλεύοντας τον ρόλο της Μαρίας βλέπω ότι δεν είναι τίποτα ξεκάθαρο και προκαθορισμένο, δεν έχει μπούσουλα. Γιατί όλοι οι σημαντικοί ρόλοι έχουν πυξίδα, γι’αυτό κι είναι και σημαντικοί, παρ’ όλα αυτά όμως είναι και ταυτοχρόνως “λευκό χαρτί”. Δηλαδή το μαγικό είναι ότι μπορείς να ανακαλύψεις τους θησαυρούς τους ή μπορεί κυριολεκτικά να σε “καταπιούν”. Κι είναι πάρα πολύ λεπτές οι ισορροπίες σε αυτό το ρόλο, δηλαδή των σιωπών, των πραγμάτων που δεν έχουν ειπωθεί, των πραγμάτων που ξέρει αλλά δείχνει ότι δεν ξέρει, που τα συναισθήματα που υπάρχουν αλλά δεν πρέπει να φανούν, ούτε στους ήρωες, ούτε κυρίως στον θεατή. Επειδή η Μαρία είναι ο καταλύτης όλης της ιστορίας, πάνω της βασίζεται η τερατώδης ανατροπή. Κι όπως πολύ σωστά έχει περιγράψει ο Γιάννης ο Διαμαντόπουλος, όλο το έργο είναι ένα “ηφαίστειο”, δεν έχει χαμηλότονες, δεν έχει μικρά πραγματάκια, είναι όλα τεράστια ακόμα κι αν δε φαίνονται. Όλες οι στιγμές είναι μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις μέχρι την έκρηξη.
Επομένως και το κοινό από κάτω είναι συνέχεια σε μία εγρήγορση…
Ναι το αισθανόμαστε, γιατί μας το στέλνει αυτό το κοινό, χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς μας, δεν γίνεται συνειδητά. Κι αυτό είναι κι η μαγεία της επικοινωνίας μας με το κοινό. Γι’ αυτό ό,τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή το εισπράττουμε τόσο έντονα, χωρίς κουβέντα, χωρίς μιλιά. Κι αυτό μας λέει ότι κάτι κάνουμε σωστά. Εγώ το λέω “έργο εντέρων επί σκηνής”, καθώς βγάζουμε όλα τα συναισθήματά μας και κάνουμε ώρα μετά όχι να βγούμε από τον ρόλο, αλλά να συνέλθουμε ψυχικά και σωματικά.
Έχετε νιώσει να ταυτίζεστε κάπου με όσα βιώνουν οι ήρωες του έργου;
Σαφέστατα! Γιατί αυτά που βιώνουν οι ήρωες δεν έχουν τόπο και χρόνο, δεν έχουν εποχή. Είναι οι συμπαντικές αρχέγονες ερωτήσεις, αγωνίες και συγκρούσεις που έχουν όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι σχέσεις, η προδοσία, η αγάπη, το καλό, το κακό, το σωστό, το λάθος, τα μυστικά, η αλήθεια… Αυτά είναι μονίμως μαχόμενες πλευρές μέσα μας σε ο,τιδήποτε στην καθημερινότητά μας από τα πολύ μικρά και φαινομενικά ασήμαντα μέχρι τα πολύ βαριά και μεγάλα, όπως περιγράφονται στο έργο κι είναι ακραία όλα.
Είναι η πρώτη σας παράσταση μετά το lockdown. Είχατε φοβηθεί γενικά για το πότε θα άνοιγαν πάλι τα θέατρα και θα επιστρέφατε;
Πρώτον, δεν υπάρχει λόγος να φοβηθώ για κάτι το οποίο δεν ελέγχω. Είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Δεύτερον, είναι δεδομένο ότι τίποτα δεν κρατάει αιωνίως. Στατιστικά, επιστημονικά, ιστορικά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην ανθρωπότητα και δε θα είναι κι η τελευταία. Και νομίζω ότι είμαστε πολύ πιο τυχεροί από τις προηγούμενες φορές, γιατί τουλάχιστον έχουμε εκπληκτικά επιστημονικά μέσα να αντιμετωπίσουμε μία τέτοια κατάσταση. Αλλά από την άλλη μεριά, κατανοώ το ξάφνιασμα των ανθρώπων. Από κει και ύστερα είναι κάτι που προσπαθώ να ζω με αυτό. Οι καταστάσεις είναι αυτές που είναι, το σημαντικό είναι ο τρόπος που τις αντιμετωπίζουμε και τις διαχειριζόμαστε.
Βλέπετε να υπάρχει μία μεγαλύτερη όρεξη από το κοινό στο να πάει στο θέατρο;
Σίγουρα γιατί υπάρχει πάντοτε αυτό το κοινό που πηγαίνει θέατρο, το έχει στο πρόγραμμα του. Δεν έχει καμία σημασία σε πόσες παραστάσεις θα πηγαίνει, ο καθένας το ορίζει ανάλογα με τις δυνατότητες του και την καθημερινότητά του. Παρόλα αυτά υπάρχουν οι άνθρωποι που ποθούν να βρεθούν σε μία θεατρική αίθουσα, που ξεχωρίζουν κάποιες παραστάσεις, που μαθαίνουν για κάποιο έργο από τους γνωστούς τους, μέσα από κριτικές, μέσα από sites, μέσα από προτάσεις πολιτιστικών σελίδων. Είναι πόθος , είναι δίψα, είναι πραγματικά επιθυμία και για αυτό είμαστε τόσο πολύ χαρούμενοι. Γιατί συμμετέχουμε σε μία επανεκκίνηση και σε μία επαναφορά, όχι κανονικών ρυθμών – γιατί σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, αλλά στον καινούργιο κόσμο. Γιατί καλώς ή κακώς κοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε σε έναν διαφορετικό κόσμο. Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα αυτό δεν μπορούμε να το ζήσουμε και να το δούμε ακόμα γιατί είμαστε μέσα σε αυτό. Πρέπει να απομακρυνθούμε λίγο. Είναι όμως το “ξανά”, το “σιγά-σιγά”. Ότι δηλαδή κάνουμε θέατρο, είμαστε στο θέατρο, πάμε θέατρο, δηλαδή λειτουργούμε συμμετέχουμε ξανά γενικά σε όλες τις εκδηλώσεις πολιτισμού και τέχνης.
Είναι γεγονός ότι έχετε μια αξιοζήλευτη πορεία στο χώρο, ωστόσο ποια στιγμή σας σκεφτήκατε εσείς ότι σας καταξίωσε ή σας “γέμισε” περισσότερο καλλιτεχνικά;
Καμία, είναι όλες μοναδικές και εξίσου σημαντικές. Γιατί δεν έχω φτάσει ποτέ θεωρώ σε αυτό το σημείο. Ίσως κάθε φορά μαζεύω ρουφάω διοχετεύω μέσα στις μικρές φλεβίτσες και αρτηρίες της καλλιτεχνικής και της πραγματικής μου ύπαρξης τους ρόλους, τις συνεργασίες, τα μαθήματα που παίρνω από όλους, τα λόγια που ακούω. Αυτό είναι μία διαρκής και αέναη διαδικασία. Αν πω τώρα “ωραία αυτό ήταν”, νομίζω ότι θα πάω σπίτι μου. Τι να το κάνεις το θέατρο αν δεν έχεις λύσσα. Πρέπει κάθε φορά εγώ τουλάχιστον θέλω να “λυσσάω”. Οπότε είναι κάθε μέρα καινούργια…
Η κριτική αποτέλεσε ποτέ για σας τροχοπέδη;
Όχι… Η κριτική που τελικώς “βαραίνει”, γιατί είναι και αποτέλεσμα της προσπάθειας μας κάθε φορά, είναι η ανταπόκριση του κοινού. Γιατί όλοι οι άνθρωποι που κρίνουν και είναι η δουλειά τους, οι κριτικοί θεάτρου, κινηματογράφου – και κάποιοι από αυτούς είναι πάρα πολύ αξιόλογοι και πάρα πολύ έγκυροι βεβαίως, αποτελούν όμως την προσωπική άποψη ενός ανθρώπου. Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσουμε, δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους. Και κάτι που ένας μπορεί να θεωρεί ότι το κάναμε αριστουργηματικά, κάποιος άλλος μπορεί να έχει εντελώς αντίθετη άποψη. Αυτός όμως είναι ένας άνθρωπος. Σεβαστή μεν η κριτική. Και γενικά από όλες τις εμπεριστατωμένες κριτικές, εγώ θα δεχτώ να μου πει κάποιος π.χ. “αυτό που έκανες ήταν άθλιο”, θα θέλω όμως να μάθω το γιατί. Για να έχει νόημα αυτό. Δεν κρίνουμε για να κατατροπώσουμε κανέναν. Οι έγκυροι άνθρωποι που ασχολούνται χρόνια με αυτό και ξέρουν από θέατρο, αυτό κάνουν, προσφέρουν με ευγένεια, με σεβασμό στον καλλιτέχνη εκφράζουν την άποψή τους για το έργο του. Προσφέρουν μάθημα. Οπότε, ο,τιδήποτε σοβαρό με αξιοπρέπεια και με σεβασμό είναι απολύτως ευπρόσδεκτο.
Γενικά προς τις γυναίκες του καλλιτεχνικού χώρου πολλές φορές θα δούμε την κοινή γνώμη να εστιάζει στην εμφάνιση ή την ηλικία, ενώ είδαμε και τον τελευταίο καιρό να έρχονται στην επιφάνεια ασεβείς συμπεριφορές. Εσείς έχοντας και πολλά χρόνια στο χώρο θεωρείτε πως υπάρχει ισότιμος σεβασμός προς τις γυναίκες ηθοποιούς;
Σε καμιά συνεργασία μου ούτε θεατρική, ούτε τηλεοπτική, ούτε κινηματογραφική δεν έχω εισπράξει πότε μου ασέβεια και αγένεια. Ποτέ. Και βεβαίως πότε και από τον κόσμο. Και βεβαίως συνυπήρχα και με πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους που και αυτοί εξίσου εισέπραξαν μία αξιοπρεπέστατη και πολύ ευπρεπή συμπεριφορά. Αλλιώς αν είχα δει κάτι μπροστά στα μάτια μου, δεν θα επέτρεπα ποτέ σε κανέναν να προσβάλει κανέναν η να φερθεί ασεβώς. Στο δικό μου σύστημα αξιών ο σεβασμός είναι πάνω πάνω, γιατί χωρίς αυτόν όλα τα υπόλοιπα “πετούν”.
Έχετε κάποια άλλα σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Όντως υπάρχουν και είναι και υπέροχα, απλώς δεν είναι ανακοινώσιμα, γιατί πρώτα από όλα δεν είμαι μόνη μου μέσα σε όλα αυτά τα σχέδια. Οπότε πρέπει να πάρουμε όλοι πρώτα το πράσινο φως. Ο “Φονιάς” συνεχίζεται κανονικότατα μέχρι το τέλος της σεζόν, μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Και μετά υπάρχουν κάποιες σκέψεις ευχάριστες…