Κεντρικό Θέμα
Η Τατιάνα Κίρxοφ στον Χ-τύπο για τις “Σύγχρονες τραγωδίες”
Η συγγραφέας και σκηνοθέτης μιλά στον Χ-τύπο για την παράσταση ‘Σύγχρονες τραγωδίες’ και τον διάλογο ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη κοινωνική βία.
Η Τατιάνα Κίρχοφ γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα. Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο Kingston University του Λονδίνου και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις νευροεπιστήμες από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει κάνει επίσης ανώτερες σπουδές υποκριτικής και έχει εργαστεί ως ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας. Ασχολείται επαγγελματικά με την ψυχολογία. Οι “Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου” είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων.
Τη βρίσκουμε από τις 27 Νοεμβρίου 2024 στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός με την παράσταση “Σύγχρονες τραγωδίες”, που έχει γράψει, κάθε Τετάρτη στις 9:30 το βράδυ.
Το έργο μέσα από τραγωδίες των αρχαίων ποιητών, τους Πέρσες του Αισχύλου, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και την Εκάβη του Ευριπίδη, εξερευνά την αδιάλειπτη παρουσία της βίας στην ανθρώπινη ιστορία.
Ακολουθώντας την ιστορία των δυο ηρώων ξετυλίγονται μερικά από τα κύρια θέματα που απασχόλησαν τις αρχαίες τραγωδίες: ο σεβασμός στον ηττημένο (Πέρσες, Αισχύλος), ο γραπτός και ο άγραφος νόμος για το τι είναι ηθικά σωστό να πράξει κανείς (Αντιγόνη, Σοφοκλής) και η γυναικεία ψυχοσύνθεση (Εκάβη, Ευριπίδης). Όλα αυτά τα θέματα “παντρεύονται” με τις σύγχρονες πτυχές της κοινωνίας μας που φέρουν τις δικές τους τραγωδίες: τη φτώχεια, τον αγώνα για επιβίωση, την ανεργία και τη θέση της γυναίκας σε έναν κόσμο που ακόμα κυβερνάται από την πατριαρχία.
Κατά πόσο τελικά οι αρχαίες τραγωδίες διαφέρουν απ’ τις σύγχρονες;
Οι σύγχρονες τραγωδίες πόσο τελικά διαφέρουν από τις αρχαίες;
Ποιο ήταν το κίνητρο πίσω από τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία του έργου; Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με τη βία ως κεντρικό θέμα;
Το κίνητρο είναι πάντα ο διάλογος. Για μένα η τέχνη ήταν και θα είναι πάντα ένα εφαλτήριο για να συνομιλήσεις με τους άλλους ανθρώπους, με αυτούς που θα παρακολουθήσουν την παράσταση και θα προβληματιστούν και θα σε ανατροφοδοτήσουν με τα σχόλια σου για να ξεκινήσεις μια γόνιμη συνομιλία που πάνω σ’ αυτήν θα ακούσεις κι άλλες απόψεις και θα χτίσεις την κοσμοθεωρία σου. Η βία με παρακίνησε να γράψω το συγκεκριμένο κείμενο, διότι είναι πανταχού παρούσα από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα στις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, αλλά και των ζώων, υπάρχει μέσα στη φύση.
Η παρατήρηση της ιστορίας και η μελέτη των αρχαίων κειμένων ήταν το έναυσμα για να συνειδητοποιήσω πως η βία έχει πολλές μορφές, άλλοτε καταστροφικές και άλλοτε θετικές (έστω και παρεξηγημένες).
Πώς συνδέονται οι αρχαίες τραγωδίες με τα σύγχρονα θέματα της βίας που πραγματεύεται το έργο σας;
Στο έργο έχουμε διατηρήσει τη φόρμα που έχουν γραφτεί οι περισσότερες αρχαίες τραγωδίες, αλλά και το πνεύμα, την ουσία δηλαδή από τρεις απ’ αυτές: τους Πέρσες του Αισχύλου, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και την Εκάβη του Ευριπίδη.
Οι Πέρσες είναι ένα βαθιά αντιπολεμικό έργο, πραγματεύεται την ήττα και είναι πανέξυπνο γιατί ο ποιητής στρέφει τα φώτα στους ηττημένους και όχι στους νικητές, κάτι που το βλέπουμε σπάνια, αφού η ιστορία γράφεται πάντα απ’ τους νικητές. Οι Πέρσες ήταν η έμπνευση για να γραφτεί η ιστορία του Άσαντ, ενός πρόσφυγα από την Συρία που θέλει να φύγει απ’ τη χώρα του που πολεμάει και να ακολουθήσει τα όνειρα του στην Ευρώπη.
Η βία εδώ φαίνεται με τον προφανή τρόπο: στον κόσμο μας εξακολουθούν να υπάρχουν πόλεμοι. Στο δυτικό κόσμο όμως, στον αντίποδα, βρίσκεται η Άννα, μια Ελληνίδα που συμβολίζει τον πολιτισμό της Ευρώπης και της Αμερικής. Εδώ, που θεωρούμε ότι έχουμε ξεπεράσει τους πολέμους (κάτι που βέβαια η πρόσφατη επικαιρότητα μας το διαψεύδει πανηγυρικά), έχουμε άλλους τρόπους για να δεχόμαστε πόλεμο: τη φτώχεια, την ανεργία, την υπερκατανάλωση που οδηγεί στη φτώχεια, την πατριαρχία, την καταπίεση, το κοινωνικό στίγμα.
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή έθεσε το ερώτημα “τι είναι ηθικό να κάνεις;”. Να ακολουθήσεις τον δρόμο του θεού, του νόμου ή τον δρόμο της καρδιάς, της ανθρωπιάς;
Ο Σοφοκλής απαντάει στο ερώτημα μέσω αυτής της υπεροχής τραγωδίας και το απαντά με έναν πολύ οξυδερκή τρόπο: ούτε η Αντιγόνη, ούτε ο Κρέοντας έχουν άδικο. Ή για να το θέσω καλύτερα, όπως το έγραψε ο Καμύ “η Αντιγόνη έχει δίκιο, αλλά και ο Κρέοντας δεν έχει άδικο”.
Στη σημερινή εποχή- για μένα- αυτό το δίλημμα μεταξύ γραπτού και άγραφου νόμου συναντάται συχνά στην καθημερινότητα μας. Όταν για παράδειγμα πνίγονται τόσοι πρόσφυγες/ μετανάστες στη Μεσόγειο, τι κάνεις; Ακολουθείς το γράμμα του νόμου, αν ήταν η βάρκα σε διεθνή ύδατα ή όχι, εάν έπρεπε/ μπορούσες ως λιμενικό να κάνεις κάτι να τους σώσεις ή ακολουθείς την ηθική της καρδιάς και παραβλέπεις τους νόμους και βουτάς στα νερά να σώσεις τον κόσμο;
Τέλος, ο Ευριπίδης ως υπέροχος ποιητής της γυναικείας ψυχοσύνθεσης έχει συνθέσει αρκετές τραγωδίες που πρωταγωνιστούν γυναίκες και κάπως έτσι τελειώνει και εμάς το έργο μας: με τη σκιαγράφηση της Άννας, μιας σύγχρονης γυναίκας, που δουλεύει σκληρά, έχει όνειρα, έχει φιλοδοξίες στην καριέρα της, και της πατριαρχίας που δέχεται απ’ τον σύντροφο της. Κάπως έτσι, οι αρχαίες τραγωδίες παντρεύονται με τις σύγχρονες.
Ποια πρόκληση αντιμετωπίσατε στη διαχείριση του τόσο πολυδιάστατου θέματος της βίας; Πώς προσπαθήσατε να το αποδώσετε σκηνικά;
Ο ρεαλισμός ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση. Σκοπός δεν είναι να σοκάρουμε το κοινό, ούτε όμως να μην ακουμπήσουμε κάποια θέματα γιατί πρέπει να είμαστε “καθώς πρέπει”. Η σκηνική απόδοση του κειμένου είναι πλούσια σε μοντέρνους διαλόγους, σύγχρονους ήρωες με τα προβλήματα τους και με μια “διαφορετική” – ας μου επιτραπεί- σκηνοθεσία, ώστε να διατηρηθεί ο ρεαλισμός του πράγματος, αλλά παράλληλα χωρίς να έχουμε μια τόσο ρεαλιστική προσέγγιση επί σκηνής, εξού και η απουσία πολλών σκηνικών.
Έχετε γράψει και άλλα έργα με κοινωνικά και ψυχολογικά θέματα. Πώς σας επηρεάζει αυτή η θεματολογία ως συγγραφέα και σκηνοθέτιδα;
Η μελέτη της κοινωνίας και των ανθρώπων είναι η δουλειά μου και το χόμπι μου. Μ’ αρέσει να παρακολουθώ τις τάσεις, τις αλλαγές, το αποτύπωμα που αφήνει η ιστορία και τα γεγονότα πάνω στους ανθρώπους και τους πολιτισμούς. Με αφορά πολύ πώς κινείται αυτός ο κόσμος. Κι αυτό προσπαθώ να αποδώσω και μέσα απ’ τα έργα μου.
Το νέο σας μυθιστόρημα “Στο πανηγύρι την έχασα” (εκδόσεις Διόπτρα) σχετίζεται κάπως με το θεατρικό έργο σας “Σύγχρονες τραγωδίες”;
Πρόκειται για δυο εντελώς ξεχωριστές δουλειές. Στο μυθιστόρημα μου καταπιάνομαι με την έννοια της ελευθερίας και πώς αυτή σκλαβώνεται μέσα στις μόδες της εκάστοτε εποχής.
Για παράδειγμα, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο είμαστε ελεύθεροι στη σημερινή εποχή να επιλέγουμε, όταν οι περισσότεροι καταναλώνουν ό,τι τους πλασάρεται στο κινητό τους από τα social media; Στο βιβλίο αποτυπώνεται μια ολόκληρη γενιά, αυτή των σημερινών εφήβων και νέων που προσπαθούν να αποκοπούν απ’ τα δεσμά τους και να ασχοληθούν με αυτά που έχουν πραγματικά σημασία σ’ αυτή τη ζωή.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να περάσει το έργο σας στο κοινό και ποια ερωτήματα θεωρείτε ότι αφήνει ανοιχτά για σκέψη;
Θα ήθελα περισσότερο να ευαισθητοποιήσει το κοινό ότι η βία δεν είναι μόνο ο πόλεμος.
Βία υπάρχει και όταν κάποιος δεν μπορεί να σπουδάσει, ενώ έχει τα φόντα, επειδή θα πρέπει να δουλέψει. Βία υπάρχει και όταν οι γυναίκες ερωτώνται συνέχεια για το πότε θα κάνουν παιδιά. Βία υπάρχει όταν ακόμα συναντάμε αντιλήψεις ότι οι άντρες είναι πιο ικανοί απ’ τις γυναίκες, έτσι γενικά και αόριστα, εξ ορισμού, απλά επειδή είναι άντρες. Βία υπάρχει ακόμα αφού στις περισσότερες δουλειές οι άντρες αμείβονται καλύτερα απ’ τις γυναίκες. Βία υπάρχει και στη μορφή που την ξέρουμε: ξύλο, βιασμοί, λεκτική υποτίμηση, ειρωνεία, καταπίεση.
Αλλά ένα ακόμα πράγμα που θα ήθελα να πάρει κάποιος μαζί του καθώς θα φεύγει απ’ την παράσταση είναι και τη θετική μορφή της βίας: αυτή που σε βοηθάει να σηκώσεις ανάστημα, αυτή που σε κάνει να αντισταθείς σε κάθε μορφή αδικίας, αυτή που σε βοηθάει να διατηρήσεις την αξιοπρέπεια σου κόντρα στην οποιαδήποτε υποτίμηση, αυτή που θα σε γλιτώσει τελικά από μια άλλη μορφή βίας.