Πολιτισμός
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος: “Επεξεργαζόμενοι τα τραύματά μας, φτάνουμε στη συγχώρεση και την αγάπη”
Το “αμάρτημα της μητρός μου” είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το πρώτο ελληνικό διήγημα με ψυχογραφικό χαρακτήρα που υπερβαίνει τα όρια της ηθογραφίας, σκιαγραφώντας την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών. Ο Βιζυηνός καινοτόμησε, μιας και πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία παρουσιάστηκε ο κόσμος της ψυχής, των εσωτερικών κινήτρων και του τραύματος, ένα τραύμα που συνοδεύει τον συγγραφέα (καθότι αυτοβιογραφική η ιστορία) μέχρι τα ενήλικα χρόνια του.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, έχοντας πάρει το έναυσμα πριν 10 χρόνια, που συμμετείχε στη θεατρική απόδοση του συγκεκριμένου έργου, αποφάσισε αυτή τη φορά να έχει τον διττό ρόλο τόσο του σκηνοθέτη όσο και του ηθοποιού. Επιθυμώντας να αποτυπώσει το όραμά του επακριβώς, καθώς έχει ασχοληθεί εις βάθος με το κείμενο του Βιζυηνού, καταπιάνεται σκηνοθετικά με το έργο, και με την ομάδα του ως συνδημιουργούς, όπως αναφέρει στον Χτύπο, ζωντανεύουν την ιστορία κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, στο Θέατρο Εν Αθήναις (Ιάκχου 19, Κεραμεικός).
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου;” Τι συναισθήματα σας δημιούργησε;
Η πρώτη μου επαφή με το διήγημα ήταν πριν 10 χρόνια, όταν υποδυόμουν όπως και τώρα τον Βιζυηνό, σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη. Ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα, καθώς με τον Δήμο κάναμε ουσιαστική δουλειά πάνω στο έργο και μου ξεκλείδωσε τη μουσικότητα του κειμένου. Βέβαια έπρεπε μέσα σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα να μάθω τόσες σελίδες και να μπορώ να τις ερμηνεύω σωστά. Είχαμε την τύχη η παράσταση τότε να είναι παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, κι έτσι κάναμε περιοδεία το καλοκαίρι στην ευρύτερη περιοχή, σε πόλεις και χωριά. Σκεφτόμασταν μάλιστα ότι δεν θα μας καταλάβουν λόγω της γλώσσας αλλά διαψευστήκαμε πανηγυρικά, μιας και την πιο ουσιαστική πρόσληψη την είχαν τα πιο «λαϊκά» με την καλή έννοια στρώματα. Η ιστορία άλλωστε είναι λαϊκή και αφορά πολύ κόσμο.
Μετά από 10 χρόνια λοιπόν, έχοντας μεν αλλάξει κιόλας ο ίδιος σαν άνθρωπος, διατηρώντας δε στη μνήμη μου μεγάλο μέρος του έργου, αποφάσισα να το ξανακάνω, αυτή τη φορά με τη δική μου ματιά. Επομένως, η πρώτη μου εμπειρία προσαρμόστηκε με τη δεύτερη.
Πείτε μας δυο λόγια για τον ρόλο σας.
Στην πραγματικότητα ο ρόλος είναι ένας. Εκτός από τους περιφερειακούς μικρότερους ρόλους, υποδύομαι και τη μητέρα του Βιζυηνού, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα γιατί ενσαρκώνω γυναίκα από τη ματιά ενός άντρα. Ουσιαστικά η μνήμη της μητέρας είναι αυτή που διηγείται, κάτι που φυσικά δεν μειώνει καθόλου το πόσο συνταρακτικά είναι τα λόγια της.
Εκτός από σκηνοθέτης είστε και μέρος του καστ της παράστασης. Αποτελεί πρόκληση το να σκηνοθετείτε τον εαυτό σας;
Παλιότερα έλεγα ότι δεν θα το κάνω ποτέ αυτό, να σκηνοθετήσω δηλαδή τον εαυτό μου. Τελικά ποτέ στη ζωή μας δεν πρέπει να λέμε «ποτέ». Εάν έχεις πολύ μεγάλη επιθυμία να υλοποιήσεις ένα συγκεκριμένο έργο, δεν σου αρκεί να βάλεις κάποιον άλλον να παίξει. Στην προκειμένη θα θέλαμε και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για πρόβες αφενός και αφετέρου θα ζήλευα που κάποιος άλλος θα πραγμάτωνε τη σκέψη μου αποδίδοντας τον ρόλο. Η δουλειά του σκηνοθέτη τελειώνει μόλις τελειώσουν και οι πρόβες, ενώ ο ηθοποιός είναι κάθε βράδυ στη σκηνή. Δεν ήθελα βέβαια να βρίσκομαι ούτε μονάχα στην πλευρά του ηθοποιού, γιατί θα έπρεπε να βρω έναν σκηνοθέτη που θα αποτυπώνει ακριβώς τη δική μου σκέψη. Προσωπικά αφέθηκα στους συνεργάτες τους οποίους επέλεξα να με συνοδεύσουν σ’ αυτό το ταξίδι, που έχουν την ίδια ματιά με μένα γενικότερα στη ζωή και τους θαυμάζω. Πρόκειται για μια δημιουργική συνομιλία μέσα στην τέχνη αυτή με τους συνεργάτες, γιατί το θέατρο δεν είναι ποτέ διαδικασία ατομική. Δεν υπάρχει «εγώ», αλλά «εμείς».
Ποιο σημείο της παράστασης ξεχωρίζετε και γιατί;
Ξεχωρίζω μεταξύ άλλων το σημείο της εξομολόγησης της μάνας, καθώς το μεγάλο θέμα του αφηγητή Βιζυηνού είναι η στάση του ίδιου απέναντι σε εκείνη. Όταν λοιπόν ο ίδιος καλείται να πει τα λόγια εκείνα, καταγράφεται και η εμπειρία που έζησε τότε, όταν τα άκουγε από το στόμα της μητέρας. Επίσης, συγκλονιστική είναι και η περιγραφή της πρώτης διανυκτέρευσής του στην εκκλησία.
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος ρόλος που έχετε κληθεί να ενσαρκώσετε;
Σίγουρα αυτός ο ρόλος θα μπορούσε να είναι από τους πιο δύσκολους, λόγω της γλώσσας και της έκτασης του κειμένου. Πιστεύω βέβαια πως δεν θα αντιμετωπίσεις κάτι αν το βλέπεις σαν τέρας, γι΄ αυτόν τον λόγο δεν σκέφτομαι τη δυσκολία του ρόλου αλλά το πόσο ωραίος είναι. Από τη στιγμή που ασχολείσαι με τον ρόλο, παύεις πια να τον καταγράφεις στο υποσυνείδητό σου ως κάτι δύσκολο.
Πώς εφάπτεται η ιστορία που αποδίδετε (στο “Αμάρτημα”) στη σύγχρονη κοινωνία και τη ζητήματα που την αφορούν;
Η ιστορία είναι τόσο επίκαιρη όσο εκείνες του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Οι τραγωδίες παίζονται ακόμα γιατί ασχολούνται με την ανθρώπινη ύπαρξη, με τις αγωνίες και τους πόνους μας, όπως και τις αστοχίες του νου (αμαρτία: λογική αστοχία) και τέλος τη λύτρωση, πράγματα που δεν έχουν ηλικία. Το συγκεκριμένο έργο διαθέτει κάποια στοιχεία τραγωδίας, σύγχρονης βέβαια. Αν λοιπόν το έργο είχε μία μόνο χρησιμότητα, αυτή θα ήταν ο τρόπος που διαχειρίζεται κάποιος το τραύμα του. Δεν μπορεί να το εξαλείψει εντελώς, μπορεί όμως να το πάρει από το χέρι και να πάνε μια βόλτα. Όταν ένας άνθρωπος επιστρέφει εξάλλου σ’ ένα τραύμα, το κάνει κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, γιατί κάτι παραμένει ακόμα ατακτοποίητο. Στο κείμενο, το φοβερό τραύμα ενός μικρού παιδιού που ακούει σε τρυφερή ηλικία τη μάνα του να «παζαρεύει» στον Θεό τους γιους της (με αντάλλαγμα να ζήσει η κόρη της) τίθεται στη μεταγενέστερη ζωή του σε επεξεργασία, ώστε να φτάσει στη συγχώρεση. Διανύοντας αυτή την πορεία, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αγάπης του.
Πιστεύετε ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο;
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τέχνη. Ίσως αυτή δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο τη δεδομένη χρονική στιγμή, μπορεί όμως να τον κάνει λίγο καλύτερο, κάτι που προεκτεινόμενο μέσα στον χρόνο δίνει ουσιαστικές αλλαγές. Οι άνθρωποι θυμόμαστε πάντα στιγμές κατά τις οποίες ζήσαμε λίγο πιο «υπερβατικά», και αυτή η υπέρβαση γίνεται συνήθως μέσω της τέχνης. Ως ηθοποιοί έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουμε στους ανθρώπους κάποια μεγάλα κείμενα, να γίνουμε μεταφορείς δηλαδή. Μοιραζόμαστε στη σκηνή με τον κόσμο τις σκέψεις μεγάλων ανθρώπων, και ύστερα οι θεατές θα κάνουν τη δική τους εσωτερική διεργασία.
Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να ακολουθήσετε αυτή την καριέρα; Υπήρξε κάποιο έναυσμα;
Τυχαία το κατάλαβα. Είχα μικρότερος φανερή κλίση στη μουσική αλλά δεν είχα ασχοληθεί με την υποκριτική καθόλου. Εκεί που κάποτε δούλευα λοιπόν ως λογιστής γίνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις, στις οποίες συμμετείχα κι εγώ, αν και δεν ήθελα καθόλου (γέλια). Βλέποντας τις παραστάσεις, άρχισαν να μου λένε όλο και περισσότεροι πως πρέπει να δώσω εξετάσεις σε Δραματική σχολή. Έτσι, ένας φίλος μου με σύστησε στον Γιώργο Γεωγλερή, έκανα 10 μαθήματα μαζί του και πέρασα σε 3 σχολές. Από εκεί κι έπειτα άλλαξε η ζωή μου. Πήρα την απόφαση αυτή και ευτυχώς δεν έκανα λάθος.
Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας μετά το πέρας της παράστασης;
Προς το παρόν πρέπει να δώσω όλο το βάρος στην παράσταση αυτή γιατί θέλω να τη δει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται. Είναι μια παράσταση που θέλω να βγει κι εκτός Αθηνών, να εξαπλωθεί και σε άλλες πόλεις. Έχω κι ένα μεγάλο όνειρο: να παίξω το έργο στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, τόπο γέννησης του Γ. Βιζυηνού, που τότε ήταν κατά τα 3/4 τουρκοκρατούμενη και πλέον εξολοκλήρου. Νιώθω πως έχει ξεχαστεί το έργο του, κι ας είναι τόσο γνωστός ο Βιζυηνός στα ελληνικά γράμματα. Για να απαντήσω με ακρίβεια στην ερώτηση, σχέδια υπάρχουν, αλλά δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα.