Ελάτε στην παρέα μας

Συνεντεύξεις

Σωτήρης Τσόγκας: “Η υποκριτική του θεάτρου αντιμετωπίζει την κοινωνική υποκρισία”

Δημοσιεύθηκε

στις

Το “Σκοτσέζικο ντους” της Χρύσας Σπηλιώτη, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσόγκα με τη Μαίρη Ραζή και τον Σωτήρη Τσόγκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η διαδραστική κωμωδία και παράλληλα κοινωνική σάτιρα που παρουσιάστηκε κατά τη χειμερινή περίοδο στο Θέατρο Πρόβα, ετοιμάζεται να περιοδεύσει για δεύτερη σεζόν το καλοκαίρι σε επιλεγμένα ανοιχτά θέατρα σε Δήμους και Φεστιβάλ εντός και εκτός Αττικής.

Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας θίασος διεξάγει πρόβες για να ανεβάσει “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη. Ο Φώτος, ο σκηνοθέτης, οραματίζεται να ταξιδέψει η παράστασή του εκτός συνόρων διασκευάζοντας τραγελαφικά τον Αριστοφάνη, ενώ εκμεταλλεύεται τη θέση του φλερτάροντας με όλες τις αιθέριες υπάρξεις του θεάτρου του. Σύντομα, δεν αργεί να… ξεσπάσει ένα ερωτικό γαϊτανάκι μεταξύ των ηθοποιών του θιάσου, με τις κωμικές παρεξηγήσεις φυσικά που αυτό φέρνει.

Με αφορμή το “σκοτσέζικο ντους”, ο Χτύπος μίλησε με τον Σωτήρη Τσόγκα μεταξύ άλλων για τις δυσκολίες της εν λόγω παράστασης, για την κριτική που αυτή ασκεί στην κοινωνία βάζοντας ως όχημα το γέλιο, για τα ανθρώπινα πάθη, για τις προκλήσεις τόσο κωμωδίας όσο και τραγωδίας και για τα 40 χρόνια ζωής του Θεάτρου Πρόβα, του οποίου μαζί με τη Μαίρη Ραζή είναι ιδρυτικό μέλος.

Το «σκοτσέζικο ντους» παρουσιάστηκε κατά τη χειμερινή περίοδο στο θέατρο Πρόβα. Πώς ήταν η εμπειρία;

Η παράσταση πήγε πολύ καλά και καλλιτεχνικά και εισπρακτικά. Αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και τους κριτικούς γιατί είναι μια διαδραστική κωμωδία, ζητά δηλαδή και τη συμμετοχή του κόσμου, και αυτό σε πολλές περιπτώσεις είναι πρωτόγνωρο. Το διαδραστικό το έχουμε συνηθίσει στις παιδικές παραστάσεις και όχι στις παραστάσεις για… μεγάλα παιδιά. Αποτελεί, επίσης, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο. Ως δομή, στο μικρόκοσμο του θεάτρου μπαίνει ένας μεγεθυντικός φακός που αποκαλύπτει τα παρασκήνια λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας.

Μιλώντας για διάδραση εννοείτε τον αυτοσχεδιασμό;

Ναι, ιδιαίτερα σε σημεία όπως εκεί που δίνουν τον όρκο οι γυναίκες στη Λυσιστράτη, και όπως επίσης όταν ζητείται η γνώμη του κοινού γύρω από το πώς βλέπουν τη σχέση συναισθήματος και σεξ, ποιο από τα δύο ας πούμε θα άφηναν αν τους ετίθετο τέτοιο δίλημμα. Ανάβουν τα φώτα της πλατείας και το κοινό συνδιαλλέγεται μαζί μας πάνω σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις των δύο φύλων. Στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, οι γυναίκες αποφασίζουν να κάνουν σεξουαλική απεργία για να αναγκάσουν τους άντρες να σταματήσουν τον πόλεμο. Εδώ η Χρύσα Σπηλιώτη, η συγγραφέας του έργου, βάζει τις γυναίκες να κάνουν συναισθηματική απεργία και να επιδίδονται στο σεξ, άρα οι άντρες τα βρίσκουν σκούρα γιατί τους φέρονται σαν να είναι ερωτικές μηχανές. Είναι μια πολύ έξυπνη αντιστροφή αυτή. Το έργο είναι γραμμένο το 2000 να φανταστείτε, κι εμείς προσθέσαμε στοιχεία των οποίων τα σπέρματα υπάρχουν μες στο έργο αλλά αφορούν την επικαιρότητα, πχ το κίνημα του MeToo, το political correct κ.ά. Η Σπηλιώτη ήδη είχε θέσει ζητήματα που ακόμα απασχολούν τον κόσμο, για παράδειγμα τη μάχη ανάμεσα στα δύο φύλα, το να είναι κανείς επιτυχημένος επαγγελματίας, καλός σύζυγος, στοργικός πατέρας και καλός εραστής ταυτόχρονα. Κριτικάρεται εν γένει η σύγχρονη κοινωνία μέσα από τις πρόβες του θιάσου που ανεβάζει στο έργο τη Λυσιστράτη.

Ποιο κομμάτι του έργου θεωρείτε ότι είναι το πιο δύσκολο να αποδοθεί πάνω στη σκηνή;

Το έργο στην ολότητά του πρέπει να παρουσιαστεί με μεγάλη φυσικότητα και απλότητα, κάτι που έτσι κι αλλιώς το κάνει δύσκολο. Οι ηθοποιοί πρέπει να υποδυθούμε τους ηθοποιούς που ανεβάζουν ένα έργο! Δεν σηκώνει σαν έργο καθόλου ψευτιά, πρέπει να είναι όλα επιμελώς ατημέλητα. Θέλουμε να βγαίνει προς τα έξω αποδομημένο, χαλαρό, μια υπόθεση αρκετά δύσκολη που μας απασχόλησε επί δυόμιση μήνες στις πρόβες. Το αποτέλεσμα ωστόσο αντάμειψε τους κόπους μας. Πρόκειται για έργο που επιχειρεί πολλές καινούργιες αισθητικές και τεχνικές προσεγγίσεις, γι’ αυτό και άρεσε πολύ. Είχα επιλέξει ως σκηνοθέτης να κρατάμε ανοιχτά τα καμαρίνια, να ανακατεύονται οι ηθοποιοί με τους θεατές και να μην υπάρχουν κουδούνια έναρξης. Ήθελα να μοιάζει όλο με ένα είδος happening.

Μοιάζει η προετοιμασία που γίνεται στην υπόθεση του έργου για το ανέβασμα της Λυσιστράτης με το ανέβασμα μιας παράστασης όπως αυτό γίνεται στην πραγματικότητα;

Μοιάζει, γιατί εδώ η συγγραφέας ήθελε να πραγματοποιήσει και μια σάτιρα του πώς κακοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες τα κείμενα τόσο των τραγικών όσο και των κωμικών. Κατά το σενάριο του έργου, ο σκηνοθέτης της Λυσιστράτης θέλει να την ανεβάσει με μεταμοντέρνο τρόπο, σε ένα υπόγειο θέατρο και όχι σε εξωτερικό χώρο, οπότε επιχειρεί ελεύθερη απόδοση και νέα μετάφραση. Όλα αυτά είναι στοιχεία που δημιουργούν πολλές απρόοπτες κωμικές καταστάσεις. Να φανταστείτε, για χάρη της αμεσότητας, μερικές σκηνές από τα καμαρίνια των ηθοποιών τις προβάλλουμε μέσω βίντεο στους θεατές. Η υποκριτική του θεάτρου έρχεται στην ουσία αντιμέτωπη με την κοινωνική υποκρισία.

Προτιμάτε υποκριτική ή σκηνοθεσία;

Μου αρέσουν και τα δύο. Όταν σκηνοθετώ, πάντα υπάρχει και η οπτική του ηθοποιού σε αυτό που κάνω, και όταν συμμετέχω σε παράσταση αντίστοιχα υπάρχει και η οπτική του σκηνοθέτη. Βέβαια, όταν οι πρόβες οδεύουν προς το τέλος τους και πλησιάζει η ώρα της παράστασης, ξεχνιέται ο ένας ρόλος από τους δύο. Φέτος, επίσης, κλείσαμε ως θέατρο Πρόβα 40 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, με πρώτη παράσταση το 1984.

Σας τραβάει περισσότερο η κωμωδία ή το δράμα;

Και τα δύο έχουν τις γλύκες και τις δυσκολίες τους. Αυτές αφορούν τους ηθοποιούς, γιατί όπως λέμε στο θέατρο, το κείμενο -είτε κωμωδία είτε δράμα- είναι ουδέτερο από μόνο του. Έγκειται στον ηθοποιό το πώς θα το ζωντανέψει. Πάντως έχουμε υπηρετήσει και τα δύο είδη αυτά τα 40 χρόνια. Στο δράμα η δυσκολία είναι να βρει ο ηθοποιός τη χημεία των συγκινήσεών του, ανιχνεύοντας την ανταπόκριση του κοινού, ενώ στην κωμωδία έχεις τον «εφιάλτη» του ρυθμού, όπως και το ότι κάθε φορά αντιμετωπίζεις ένα καινούργιο κοινό, που πρέπει να το βάλεις μέσα στην ίντριγκα του έργου. Επίσης, στην κωμωδία πρέπει να κάνουμε τον κόσμο να αισθάνεται πλεονεκτικά, δηλαδή ο ηθοποιός πατάει την μπανανόφλουδα και ο θεατής, που βρίσκεται έξω από τον χορό, γελάει.

Ποιος ρόλος που έχετε υποδυθεί θα σας μείνει αξέχαστος;

Ένας από τους πιο αγαπημένους μου ρόλους ήταν ο Γκαρσέν στο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ (που το ανεβάσαμε το ’89 ή το ’90 μαζί με τη Μαίρη Ραζή). Εκτός αυτού, μου άρεσαν οι ρόλοι που υποδυόμουν σε μια συρραφή 13 τραγωδιών που είχαμε ανεβάσει στο Αττικό Άλσος. Βέβαια, όλα τα παιδιά του θιάσου είναι αγαπημένα μεταξύ τους, κι αυτός είναι ο πραγματικός πλούτος μας. Έχουμε ζήσει τόσες άλλες ζωές με τους ρόλους μας, τις οποίες τις φέρουμε μέσα μας ούτως ή άλλως.

Πού οφείλεται, πιστεύετε, η επιτυχία του θιάσου αυτά τα 40 χρόνια; Ποια είναι η συνταγή;

H αφοσίωση και η λατρεία για τη δουλειά αυτή. Έχουμε βιώσει και καλές και κακές καταστάσεις, καθώς πολλά συναπτά χρόνια δεν υπήρχε καμία βοήθεια από το Υπουργείο. Αυτό που μας κράτησε είναι το ότι δημιουργήσαμε έναν πυρήνα συνεργατών με τους οποίους αποκτήσαμε κοινό κώδικα επικοινωνίας. Επίσης, αγαπάμε το ποιοτικό ρεπερτόριο. Είμαστε, μου φαίνεται, ο δεύτερος αυτή τη στιγμή μακροβιότερος εν ενεργεία θίασος στην Ελλάδα.

Τι μήνυμα θα προσδοκούσατε να αποκομίσουν οι θεατές από το «Σκοτσέζικο ντους;»

Το μήνυμα για μένα είναι αυτός ο τεράστιος καθρέφτης που ορθώνει η παράσταση για να δουν οι θεατές τον εαυτό τους. Τους δείχνουμε πολύ σοβαρά θέματα, πχ την πλεονεξία του ανθρώπου ή την επιθυμία του για εξουσία με έναν τρόπο διασκεδαστικό. Έχει και στιγμές το έργο όπου γίνεται αρκετά «πικρό» μέσα από το γέλιο το οποίο προκαλεί.

Αν γυρίζατε τον χρόνο πίσω, θα αλλάζατε κάτι;

Δεν θα άλλαζα πολλά πράγματα. Ίσως τόσο η Μαίρη (Ραζή) όσο κι εγώ να αλλάζαμε την εσωστρέφεια που είχαμε για αρκετό διάστημα, γιατί δεν θεωρούσαμε αναγκαίο να επικοινωνήσουμε προς τα έξω τη δουλειά μας. Πάντως δεν έχουμε κανένα παράπονο γιατί, στην ουσία, το κοινό μάς συντήρησε 40 ολόκληρα χρόνια.

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ